Σελίδες

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2019

Σατωμπριάν - Αταλά / Ρενέ

Ο Σατωμπριάν είναι ένας από τους μεγαλύτερους δεξιοτέχνες της γαλλικής λογοτεχνίας. Με τα έργα του επηρέασε όχι μόνο τη γραφή αλλά και τον ψυχισμό των μεταγενεστέρων του, παρουσιάζοντας για πρώτη φορά και με ενάργεια θέματα –όπως είναι η μελαγχολία, η απαισιοδοξία, η στροφή προς τη φύση, ο έρως του θανάτου–  τα οποία, αργότερα, αποτέλεσαν χαρακτηριστικά ολόκληρης της γενιάς των Ρομαντικών.
Προάγγελοι αυτού του Ρομαντισμού, η Αταλά και ο Ρενέ αποτελούν, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Σατωμπριάν, «δύο φλεγόμενα δίδυμα αδέλφια». Διαφορετικά τόσο ως προς το μήνυμα όσο και ως προς το ύφος της αφήγησης, επιδιώκουν να είναι το ένα αντιστροφή του άλλου, και τα δυο τους όμως «φλέγονται» από τα ένοχα πάθη που σιγοκαίνε στις ψυχές των ηρώων τους.
Η Αταλά είναι μια σαγηνευτική ερωτική ιστορία που εκτυλίσσεται σ’ ένα εξωτικό πλαίσιο και όπου περιγράφεται η ζωή των Ινδιάνων της Αμερικής. Κύριο θέμα της, σύμφωνα με το συγγραφέα, είναι «η αρμονική σύζευξη της χριστιανικής θρησκείας με τις εικόνες της φύσης και με τα πάθη της ανθρώπινης καρδιάς».
Ο Ρενέ, έργο σχεδόν αυτοβιογραφικό, έχει ως θέμα του όχι τόσο τον ένοχο έρωτα που τρέφει για τον Ρενέ η αδελφή του όσο κυρίως το περιπετειώδες «εσωτερικό ταξίδι» του ήρωα μέσα στον κυκεώνα των ανεξέλεγκτων συναισθημάτων και των πνευματικών του ανησυχιών, καθώς και την απέλπιδα αναζήτηση ενός ακαθόριστου και απροσπέλαστου ιδεώδους που θα τον οδηγήσει στη λύτρωση. (

Εκδόσεις Ροές - Printa)

Ο Φρανσουά ντε Σατωμπριάν, γνωστός και σαν Σατωβριάνδος ένθερμος φιλέλληνας, περιηγητής και συγγραφέας – υπηρέτησε ως διπλωμάτης και Πρέσβης της Γαλλίας σε διάφορες πρωτεύουσες της Ευρώπης, και χρημάτισε Υπουργός Εξωτερικών κατά την περίοδο 1823-1824. Υποστήριξε σθεναρά την Ελλάδα κατά την Επανάσταση του 1821.

Γεννήθηκε στο Σαιν-Μαλό της Βρετάνης στις 4 Σεπτεμβρίου 1768, τελευταίο από τα δέκα παιδιά του Ρενέ ντε Σατωμπριάν, τιτλούχου άρχοντα, που είχε αναγκαστεί να γίνει θαλασσινός για να ζήσει. Τολμηρός πλοίαρχος και έμπορος μαζί, σχημάτισε αρκετή περιουσία, που κατά μέγα μέρος την κληρονόμησε ο πρώτος γιος, όπως ήταν τότε τα έθιμα. Η πρώτη λοιπόν επαφή του Σατωβριάνδου ήταν με την τραχιά γη και την άγρια θάλασσα της Βρετάνης. Από τα 1777 ως τα 1779 σπουδάζει στα κολέγια της Ντολ, της Ρεν και της Ντινάν αποκαλύπτοντας στους δασκάλους του καταπληκτικά χαρίσματα μαθητή και τεράστια μνήμη, καθώς και ευκολία αφομοίωσης των κλασικών συγγραφέων.
Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως αξιωματικός του γαλλικού στρατού και το 1791 ταξίδεψε στη Βόρειο Αμερική. Έναν χρόνο αργότερα, επέστρεψε στη Γαλλία για να καταταγεί στον στρατό των εξόριστων Γάλλων ευγενών και να υπερασπιστεί το βασιλικό καθεστώς. Ένας σοβαρός τραυματισμός τον ανάγκασε να καταφύγει στο Λονδίνο. Επέστρεψε στο Παρίσι τον Μάιο του 1800. Πολέμιος του Ναπολέοντα, κατά την Παλινόρθωση των Βουρβόνων υπηρέτησε ως πρέσβης της Γαλλίας σε διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ενώ την περίοδο 1823-1824 διατέλεσε υπουργός Εξωτερικών. Στα γαλλικά γράμματα αναδείχτηκε με το έργο Αταλά ή Οι έρωτες δυο αγρίων στην έρημο (1800).
Ταξίδεψε στην Ελλάδα και στην Μέση Ανατολή (1806-1807), και το 1811 δημοσίευσε το βιβλίο του «Οδοιπορικό από το Παρίσι στην Ιερουσαλήμ», στο οποίο αναφέρεται εκτενώς και στην Ελλάδα της εποχής εκείνης, δίνοντας εξαίσιες περιγραφές της φυσικής ομορφιάς της, των παραμελημένων ιστορικών μνημείων που μαρτυρούσαν το μεγαλείο του ελληνικού πολιτισμού, αλλά και ρεαλιστικές εικόνες από τις απαίσιες συνθήκες ζωής των υπόδουλων Ελλήνων.
Κατά την προεπαναστατική περίοδο ο Σατωβριάνδος μπορεί να χαρακτηρισθεί ως απλός περιηγητής, και ως ρομαντικός λογοτέχνης, που μελαγχολεί βλέποντας τους απογόνους των αρχαίων Ελλήνων να ζουν σε ελεεινή κατάσταση, υπόδουλοι ενός δυνάστη.
Όμως με το ξέσπασμα της Επανάστασης, βλέποντας την αγωνιστικότητα των Ελλήνων από τη μια, και την εχθρική στάση των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης προς το αγωνιζόμενο ελληνικό έθνος, ο Σατωβριάνδοςμεταμορφώνεται σε ένθερμο φιλέλληνα, και τάσσεται ανεπιφύλακτα υπέρ του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων.
Τον τίτλο του φιλέλληνα τον οφείλει κυρίως στο περίφημο «Υπόμνημα περί της Ελλάδος» (Note sur la Grėce, 1825), το οποίο κατά κάποιο τρόπο αποτέλεσε φιλελληνικό μανιφέστο κατά τη διάρκεια της ελληνικής Επανάστασης.( πηγή cantus firmus)