Μιραμπό, Γκαμπριέλ Ονορέ ντε- (Gabriel Honoré de Riqueti, comte de Mirabeau, Μπινιόν, Προβηγκία 1749 – Παρίσι 1791). Γάλλος πολιτικός και συγγραφέας.
Στη νεανική του ηλικία έζησε τόσο έκλυτη ζωή ώστε ο πατέρας του αναγκάστηκε να τον θέσει πολλές φορές σε περιορισμό. Κλεισμένος στο φρούριο του Ιφ, ο Μ. έγραψε το πρώτο πολιτικό έργο του, Δοκίμιο περί δεσποτισμού (Essai sur le despotisme, 1775), μια εύγλωττη και θερμή πρωτόλεια διατύπωση των συνταγματικών του αντιλήψεων. Μεταξύ 1777 και 1780, ενώ ήταν κλεισμένος στη Βενσέν, ο Μ. έγραψε τα Γράμματα στη Σοφία (Lettres à Sophie), σε γλαφυρό και ζωηρό ύφος αλλά και πλούσια σε ιστορικά, φιλοσοφικά και λογοτεχνικά σχόλια. Το 1782 έγραψε τη μελέτη που περικλείει τις πολιτικές του αντιλήψεις: Περί ενταλμάτων σύλληψης και κρατικών φυλακών (Des lettres de cachet et des prisons d’État).
Στο έργο αυτό ο Μ. επαναλαμβάνει μερικές από τις βασικές θέσεις του Ρουσό και του Μοντεσκιέ, υποστηρίζοντας την αναπαλλοτρίωτη λαϊκή κυριαρχία και διατυπώνοντας την αντίληψη των πολιτικών αντίβαρων. Μεταξύ 1784 και 1786 εκδόθηκαν οι Σκέψεις περί του τάγματος του Κιγκινάτου (Considérations sur l’ordre de Cincinnatus), αυστηρή κριτική του ιπποτικού τάγματος που ιδρύθηκε στις ΗΠΑ για τους αξιωματικούς που είχαν διακριθεί στον πόλεμο της Ανεξαρτησίας.
Από τον Ιούλιο του 1786 έως τον Ιανουάριο του 1787 ο Μ. βρισκόταν στην Αυλή της Πρωσίας σε ειδική αποστολή της γαλλικής κυβέρνησης. Οι οξυδερκείς εκθέσεις που έστειλε στην κυβέρνησή του και στις οποίες εξέθετε απροκάλυπτα την κατάπτωση της πρωσικής Αυλής δημοσιεύτηκαν μεταξύ 1788 και 1789 με τον τίτλο Απόκρυφη ιστορία της Αυλής του Βερολίνου (Histoire secrète de la Cour de Berlin).
Μετά τη σύγκληση των Γενικών Τάξεων, ο Μ. παρουσιάστηκε ως υποψήφιος της τρίτης τάξης και κατόρθωσε να εκλεγεί τόσο στη Μασσαλία όσο και στο Εξ.
Θεωρούσε ιστορικά καταδικασμένα τα φεουδαρχικά προνόμια και τη μοναρχική απολυταρχία και γι’ αυτό τον λόγο ήταν υποστηρικτής ενός συνταγματικού καθεστώτος, μιας συνέλευσης αντιπροσώπων του λαού, και της εξαφάνισης των υπολειμμάτων του φεουδαρχισμού.
Αλλά ο Μ. συγχρόνως φοβόταν και τις τάσεις των άκρων και την επαναστατική αναρχία και γι’ αυτό υποστήριζε την ανάγκη μιας ισχυρής κυβέρνησης, ελπίζοντας ότι η μοναρχία θα μπορούσε να αναλάβει την πρωτοβουλία των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Η πολιτική γραμμή που υποστήριζε ο Μ., όμως, ήταν πολύ μακριά από την πραγματικότητα που επικρατούσε στη χώρα.