Σελίδες

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2019

Σατωμπριάν - Αταλά / Ρενέ

Ο Σατωμπριάν είναι ένας από τους μεγαλύτερους δεξιοτέχνες της γαλλικής λογοτεχνίας. Με τα έργα του επηρέασε όχι μόνο τη γραφή αλλά και τον ψυχισμό των μεταγενεστέρων του, παρουσιάζοντας για πρώτη φορά και με ενάργεια θέματα –όπως είναι η μελαγχολία, η απαισιοδοξία, η στροφή προς τη φύση, ο έρως του θανάτου–  τα οποία, αργότερα, αποτέλεσαν χαρακτηριστικά ολόκληρης της γενιάς των Ρομαντικών.
Προάγγελοι αυτού του Ρομαντισμού, η Αταλά και ο Ρενέ αποτελούν, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Σατωμπριάν, «δύο φλεγόμενα δίδυμα αδέλφια». Διαφορετικά τόσο ως προς το μήνυμα όσο και ως προς το ύφος της αφήγησης, επιδιώκουν να είναι το ένα αντιστροφή του άλλου, και τα δυο τους όμως «φλέγονται» από τα ένοχα πάθη που σιγοκαίνε στις ψυχές των ηρώων τους.
Η Αταλά είναι μια σαγηνευτική ερωτική ιστορία που εκτυλίσσεται σ’ ένα εξωτικό πλαίσιο και όπου περιγράφεται η ζωή των Ινδιάνων της Αμερικής. Κύριο θέμα της, σύμφωνα με το συγγραφέα, είναι «η αρμονική σύζευξη της χριστιανικής θρησκείας με τις εικόνες της φύσης και με τα πάθη της ανθρώπινης καρδιάς».
Ο Ρενέ, έργο σχεδόν αυτοβιογραφικό, έχει ως θέμα του όχι τόσο τον ένοχο έρωτα που τρέφει για τον Ρενέ η αδελφή του όσο κυρίως το περιπετειώδες «εσωτερικό ταξίδι» του ήρωα μέσα στον κυκεώνα των ανεξέλεγκτων συναισθημάτων και των πνευματικών του ανησυχιών, καθώς και την απέλπιδα αναζήτηση ενός ακαθόριστου και απροσπέλαστου ιδεώδους που θα τον οδηγήσει στη λύτρωση. (

Εκδόσεις Ροές - Printa)

Ο Φρανσουά ντε Σατωμπριάν, γνωστός και σαν Σατωβριάνδος ένθερμος φιλέλληνας, περιηγητής και συγγραφέας – υπηρέτησε ως διπλωμάτης και Πρέσβης της Γαλλίας σε διάφορες πρωτεύουσες της Ευρώπης, και χρημάτισε Υπουργός Εξωτερικών κατά την περίοδο 1823-1824. Υποστήριξε σθεναρά την Ελλάδα κατά την Επανάσταση του 1821.

Γεννήθηκε στο Σαιν-Μαλό της Βρετάνης στις 4 Σεπτεμβρίου 1768, τελευταίο από τα δέκα παιδιά του Ρενέ ντε Σατωμπριάν, τιτλούχου άρχοντα, που είχε αναγκαστεί να γίνει θαλασσινός για να ζήσει. Τολμηρός πλοίαρχος και έμπορος μαζί, σχημάτισε αρκετή περιουσία, που κατά μέγα μέρος την κληρονόμησε ο πρώτος γιος, όπως ήταν τότε τα έθιμα. Η πρώτη λοιπόν επαφή του Σατωβριάνδου ήταν με την τραχιά γη και την άγρια θάλασσα της Βρετάνης. Από τα 1777 ως τα 1779 σπουδάζει στα κολέγια της Ντολ, της Ρεν και της Ντινάν αποκαλύπτοντας στους δασκάλους του καταπληκτικά χαρίσματα μαθητή και τεράστια μνήμη, καθώς και ευκολία αφομοίωσης των κλασικών συγγραφέων.
Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως αξιωματικός του γαλλικού στρατού και το 1791 ταξίδεψε στη Βόρειο Αμερική. Έναν χρόνο αργότερα, επέστρεψε στη Γαλλία για να καταταγεί στον στρατό των εξόριστων Γάλλων ευγενών και να υπερασπιστεί το βασιλικό καθεστώς. Ένας σοβαρός τραυματισμός τον ανάγκασε να καταφύγει στο Λονδίνο. Επέστρεψε στο Παρίσι τον Μάιο του 1800. Πολέμιος του Ναπολέοντα, κατά την Παλινόρθωση των Βουρβόνων υπηρέτησε ως πρέσβης της Γαλλίας σε διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ενώ την περίοδο 1823-1824 διατέλεσε υπουργός Εξωτερικών. Στα γαλλικά γράμματα αναδείχτηκε με το έργο Αταλά ή Οι έρωτες δυο αγρίων στην έρημο (1800).
Ταξίδεψε στην Ελλάδα και στην Μέση Ανατολή (1806-1807), και το 1811 δημοσίευσε το βιβλίο του «Οδοιπορικό από το Παρίσι στην Ιερουσαλήμ», στο οποίο αναφέρεται εκτενώς και στην Ελλάδα της εποχής εκείνης, δίνοντας εξαίσιες περιγραφές της φυσικής ομορφιάς της, των παραμελημένων ιστορικών μνημείων που μαρτυρούσαν το μεγαλείο του ελληνικού πολιτισμού, αλλά και ρεαλιστικές εικόνες από τις απαίσιες συνθήκες ζωής των υπόδουλων Ελλήνων.
Κατά την προεπαναστατική περίοδο ο Σατωβριάνδος μπορεί να χαρακτηρισθεί ως απλός περιηγητής, και ως ρομαντικός λογοτέχνης, που μελαγχολεί βλέποντας τους απογόνους των αρχαίων Ελλήνων να ζουν σε ελεεινή κατάσταση, υπόδουλοι ενός δυνάστη.
Όμως με το ξέσπασμα της Επανάστασης, βλέποντας την αγωνιστικότητα των Ελλήνων από τη μια, και την εχθρική στάση των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης προς το αγωνιζόμενο ελληνικό έθνος, ο Σατωβριάνδοςμεταμορφώνεται σε ένθερμο φιλέλληνα, και τάσσεται ανεπιφύλακτα υπέρ του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων.
Τον τίτλο του φιλέλληνα τον οφείλει κυρίως στο περίφημο «Υπόμνημα περί της Ελλάδος» (Note sur la Grėce, 1825), το οποίο κατά κάποιο τρόπο αποτέλεσε φιλελληνικό μανιφέστο κατά τη διάρκεια της ελληνικής Επανάστασης.( πηγή cantus firmus)

Δευτέρα 6 Μαΐου 2019

Ο Σίλλερ και ο ελληνικός ρομαντισμός


Το όνομα του Friedrich Schiller (1759-1805) φέρνει στον νου, σχεδόν αυτόματα ή συνειρμικά, το όνομα του άλλου μεγάλου, κατά δέκα χρόνια πρεσβύτερου απ’ αυτόν, φίλου του, του «Ολύμπιου» Goethe: και οι δύο μαζί αποτελούν το ζεύγος των Διοσκούρων της κλασικής περιόδου της γερμανικής λογοτεχνίας και, γενικότερα, κουλτούρας, της λεγομένης «Klassik». Αυτή η σύζευξή τους στη γερμανική πολιτιστική αυτοσυνείδηση του 19ου και του α´ μισού του 20ού αιώνα οφείλεται ίσως στο γεγονός ότι αποτελούσαν τους δύο αντίθετους αλλά συμπληρωματικούς πόλους όχι μόνο στη βιογραφία αλλά και στο έργο και, προπαντός, στις αντιλήψεις τους για την ποίηση και την τέχνη. 


Σε αντίθεση με τον Goethe, γόνο μιας εύπορης αστικής οικογένειας με λαμπρές σπουδές νομικής και μια λαμπρότερη καριέρα ως υπουργός και ευνοούμενος του Δούκα Καρόλου-Αυγούστου της Βαϊμάρης, ο Schiller γνώρισε από παιδί μαζί με τη φτώχεια και τη διπλή καταπίεση: στο σπίτι του από έναν αυταρχικό πατέρα και στην πατρίδα του από τον αυταρχικό ηγεμόνα του, τον Δούκα της Βυρτεμβέργης Κάρολο-Ευγένιο, που τον ανάγκασε να σπουδάσει, παρά τη θέλησή του, ιατρική, για να τον διορίσει με έναν γλίσχρο μισθό ως στρατιωτικό του γιατρό. 

Αν σ’ αυτές τις βιογραφικές ατυχίες του προστεθεί και η ανίατη στην εποχή του φυματίωση, που τον βασάνισε τα τελευταία 14


-15 χρόνια της ζωής του (πέθανε στις 9 Μαΐου 1805 σε ηλικία 46 χρόνων), τότε είναι αξιοθαύμαστο πώς ο εξεγερμένος από τα νιάτα του εναντίον της πολιτικής εξουσίας στην πατρίδα του κατόρθωσε να γίνει μέτοχος της ανώτερης στην εποχή του, κλασικής, ελληνικής και λατινικής, παιδείας και να καλλιεργήσει, επιπλέον, πλατιά φιλοσοφικά και ιστορικά ενδιαφέροντα. Αυτή την παιδεία και αυτά τα ενδιαφέροντα ο Schiller τα αξιοποίησε σε μιαν εκπληκτική σε έκταση και πρωτοτυπία λογοτεχνική και θεωρητική δημιουργία, που συμπεριλαμβάνει την ποίηση και το δράμα, τη φιλοσοφία και την αισθητική, τη μετάφραση των αρχαίων, ελλήνων και λατίνων, κλασικών (Ιφιγένεια στην ΑυλίδαΦοίνισσεςΑινειάδα) και των νεότερων ευρωπαίων (Μάκβεθ του Shakespeare, Φαίδρα του Racine, Τουραντό του Gozzi) – αλλά και την ιστορία (Ιστορία της αποστασίας των Κάτω Χωρών από την Ισπανία, 2 τόμοι, 1778· Ιστορία του Τριακονταετούς Πολέμου, 3 τόμοι, 1791/93). 

Σε αντίθεση με τον πρώτο τη τάξει γερμανό κλασικό, τον Goethe, που είχε γνωρίσει την πανευρωπαϊκή του διασημότητα ήδη με το νεανικό του Βέρθερο, ο Schiller έγινε ο αγαπημένος του – μορφωμένου, εννοείται – ευρωπαϊκού κοινού μετά το θάνατό του. H πανευρωπαϊκή του πρόσληψη και παρουσία συνέπεσε με το κίνημα του Ρομαντισμού και αυτόν συνεξέφρασε. Σ’ αυτό συνετέλεσε το πρώιμο αλλά ώριμο νεανικό έργο του στην «προρομαντική» φάση της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, που στην ιδιάζουσα γερμανική περίπτωση ταυτίστηκε με το κίνημα «Θύελλα και Ορμή» («Sturm und Drang»: περ. 1767-1785).

H Ελλάδα δεν μπορούσε, βέβαια, ν’ αποτελέσει εξαίρεση σ’ αυτήν τη βασικά ρομαντική πρόσληψη του έργου του Schiller έξω από την πατρίδα του. Και σ’ αυτό το επιμέρους σημείο γίνεται εμφανής η επανειλημμένα διαπιστωμένη ευρύτερη πολιτισμική αντιπαράθεση ανάμεσα στο ακραιφνέστερα ρομαντικό «δυτικό» πολιτισμικό υπόδειγμα της Επτανήσου από τη μια πλευρά, τον ερμαφρόδιτο Κλασικο-Ρομαντισμό στο νεόκοπο ελληνικό Κράτος από την άλλη: Δεν είναι τυχαίο ότι ως ο κύριος φορέας της αισθητικής θεωρίας του Schiller, ενός μίγματος της αισθητικής με την καντιανή προτεσταντική ηθική, επρόκειτο ν’ αναδειχτεί ο υπέρμαχος του επτανησιακού πολιτισμικού υποδείγματος Ιάκωβος Πολυλάς: Πάνω ακριβώς στην ακμή του ελληνικού Ρομαντισμού, στη μαχητική αναίρεσή του του αντισολωμικού λιβέλου του επτανήσιου «φαναριώτη» Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου, στα 1860, ο γερμανομαθής Πολυλάς, ο οποίος είχε αποδείξει τον καλοχωνεμένο σιλλεριανισμό του στα περισπούδαστα εκείνα «Προλεγόμενά» του στα Ευρισκόμενα (1859) του μεγάλου φίλου και δασκάλου του Σολωμού, θα διακηρύξει τώρα στο Πανελλήνιο ότι ο Schiller ήταν, παρά την αρχαιολατρεία του, όπως και o Foscolo, ένας «ρωμαντικότατος» ποιητής.

* H αξιοποίηση του έργου του 

Ο σημαντικότερος και δημιουργικότερος δέκτης του Schiller στα Επτάνησα ήταν, βέβαια, ο ίδιος ο Σολωμός, παρ’ όλο που δε γνώριζε το έργο του παρά από ιταλικές μεταφράσεις: Αν στη διαλεκτική του Hegel όφειλε ο Σολωμός τη βασική αρχή για τη συνύπαρξη των αντιθέσεων στο Είναι και στην αισθητική του την αντίληψη για το ωραίο της τέχνης ως «αισθητοποίηση της Ιδέας», στο Schiller βρήκε την καντιανής προέλευσης ηθική αρχή για τη θέληση, που υπερνικά τη φυσική αναγκαιότητα – μια ηθική αρχή, που βρήκε την αισθητοποίησή της στο έργο της ωριμότητάς του, ιδιαίτερα στους Ελεύθερους Πολιορκισμένους.

Αυτός όμως που ανακάλυψε, από πρώτο χέρι, και αξιοποίησε δημιουργικά, και μάλιστα πολύ πρώιμα, τη σημαντικότερη, ιδίως για την ευρωπαϊκή του πρόσληψη, πλευρά του έργου του Schiller, το δραματικό του έργο, ήταν ο συμπατριώτης και φίλος του Σολωμού στη Ζάκυνθο Αντώνιος Μάτεσης (1794-1875): H δραματική κωμωδία Ο Βασιλικός (1829/30), που αποτελεί το θεμέλιο λίθο του νεότερου, «εθνικού», ελληνικού θεάτρου, δε θα είχε γραφτεί, αν ο γλωσσομαθής Μάτεσης δεν είχε γνωρίσει το διάσημο «αστικό» δράμα του Schiller Ραδιουργία και έρωτας (Kabale und Liebe, 1784).

Αλλά ο θεατρικός συγγραφέας Schiller θα πρωταγωνιστήσει στη σκηνή του νεοελληνικού θεάτρου κατά τις τρεις δεκαετίες της ακμής του ελληνικού Ρομαντισμού (1850-1880) – ο Shakespeare θα παίξει απλά ένα δευτερεύοντα ρόλο. K’ εδώ, ο ρομαντικός χαρακτήρας του θεάτρου του θα εκδηλωθεί με την «κυριαρχία του πάθους και τους θυελλώδεις χαρακτήρες», που αναγνωρίζει ακριβώς στο Ραδιουργία και έρωτας ο πρώτος έλληνας μεταφραστής του (1843). Σ’ αυτά τα καθαρά ρομαντικά χαρακτηριστικά του θεάτρου του Schiller μπόρεσε εύκολα να ενσωματωθεί, στους έλληνες δέκτες του, και ο πατριωτικός και ηθοπλαστικός χαρακτήρας του· η «ηθική ωφέλεια» υποστηριζόταν και από το θεωρητικό έργο της ωριμότητας του Schiller H θεατρική σκηνή θεωρούμενη ως ένας θεσμός ηθικής (1802), που μεταφράστηκε την ίδια, ρομαντική, εποχή στα ελληνικά (1852).

Ετσι, μετά το Ραδιουργία και έρωτας θα μεταφραστούν και θ’ ανέβουν επανειλημμένα στις ελληνικές θεατρικές σκηνές και όλα τα έργα της πρώιμης, «θυελλώδους και ορμητικής», και της ώριμης, ιστορικής, θεατρικής δημιουργίας του Schiller: Ληστές (1865, 1867, 1876), H νύφη της Μεσήνης (1870), Μαρία Στούαρτ (1877), H συνωμοσία του Φιέσκο στη Γένουα (1877, 1874).

Στην επόμενη φάση της νεοελληνικής λογοτεχνίας (1880-1920), στο νεοελληνικό θέατρο φαίνεται να ξεπερνιέται οριστικά, όπως και στην ποίηση, ο παρωχημένος και παρακμασμένος Κλασικο-Ρομαντισμός. Στα ελληνικά, δηλαδή στα αθηναϊκά, θέατρα θα επικρατήσουν τώρα δύο νέα θεατρικά είδη, που ανταποκρίνονται στις πολιτιστικές ανάγκες ενός νέου, ταυτόχρονα λαϊκού και μικροαστικού, κοινού: το κωμειδύλλιο, η επιθεώρηση και η κωμωδία, αλλά και το «ελαφρό», γαλλικής πρωτίστως (Scribe, Labiche, Sardou), γερμανικής δευτερευόντως (Kotzebue, Moser) προέλευσης boulevard· για ένα κατά το μάλλον ή ήττον καλλιεργημένο κοινό θα μεταφερθεί στα καθ’ ημάς το νεότερο ευρωπαϊκό και δη το σύγχρονο κοινωνικό νατουραλιστικό αστικό δράμα, γερμανικής (Hauptmann, Sudermann, Schnitzler, Hofmannsthal), σκανδιναυικής (Ibsen) και ρωσικής (Τσέχοφ, Τολστόι, Τουργκένιεφ) προέλευσης.

* Το μεταφραστικό ενδιαφέρον 

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο του νεότερου ευρωπαϊκού θεάτρου κοινωνικού προβληματισμού μπορεί να εννοηθεί, γιατί από την πλουσιότατη θεατρική παραγωγή των γερμανών ή άλλων κλασικών μπόρεσε να επιβιώσει με επανειλημμένες παραστάσεις (1882, 1892, 1911/13) το δημοφιλέστατο, όχι μόνο στην πατρίδα του, κοινωνικό δράμα του Schiller Ραδιουργία και έρωτας.

Την ίδια περίοδο παρατηρείται, για πρώτη φορά, και ένα αξιόλογο μεταφραστικό ενδιαφέρον για την ποίηση του Schiller: Τώρα, θα παρουσιαστούν στο, ευάριθμο έστω, ελληνικό κοινό σε δόκιμες μεταφράσεις μερικές από τις λαμπρότερες μπαλάντες του γερμανού κλασικού (Ο ΒουτηχτήςΤο παράπονο της κόρηςH καλυμμένη εικόνα της ΣαΐδαςΤο δαχτυλίδι του Πολυκράτη κ.ά.), αλλά και μερικά μικρότερα λυρικά ποιήματά του, που ανταποκρίνονταν στις ζητήσεις της «Γενιάς του 1880» για δύο ποιητικά είδη: την μπαλάντα και το τραγούδι. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι δύο συστηματικότεροι μεταφραστές του Schiller ήταν οι κερκυραίοι N. Κογεβίνας και K. Θεοτόκης, που αποτελούσαν, μαζί με το Γ. Καλοσγούρο και το Λ. Μαβίλη, τους συνεχιστές της σολωμικής-επτανησιακής παράδοσης με συνδετικό κρίκο τον Πολυλά.

H επιβίωση του θεάτρου του Schiller στον ελληνικό Μεσοπόλεμο (1920-1940/45) μπορεί να εξηγηθεί, αν ιδωθεί σε συνάρτηση με την επιβλητική σ’ έκταση και ένταση παρουσία και επιβολή του γερμανικού και του γερμανόφωνου, τόσο του κλασικού όσο και του μοντέρνου, θεάτρου την εποχή αυτή. Κύριοι φορείς του γερμανικού αυτού κύματος στο νεοελληνικό θέατρο ήταν οι σημαντικότεροι έλληνες σκηνοθέτες και ανανεωτές του νεοελληνικού θεάτρου Φ. Πολίτης, Δ. Ροντήρη, Σ. Καραντινός, Δ. Μυράτ, T. Μουζενίδης – αλλά και ο πρώτος έλληνας σκηνογράφος Γ. Ανεμογιάννης, που είχαν σπουδάσει τη θεατρική τέχνη στις δύο ακμάζουσες τότε πολιτιστικές πρωτεύουσες του γερμανόφωνου χώρου, το Βερολίνο και τη Βιέννη (Σχολή Ράινχαρτ).

Μαζί μ’ αυτούς ήρθε κ’ εγκαταστάθηκε, μόνιμα πια, στην Ελλάδα από τη Γερμανία και ο μεγάλος άγγλος κλασικός του ευρωπαϊκού θεάτρου, ο Shakespeare: H επανειλημμένη αποστροφή του πρώτου διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου (1932-1934) Φ. Πολίτη για το μεγάλο Ελισαβετιανό ως «τον μεγάλο δραματικό συγγραφέα των γερμανών» ήταν μόνο φαινομενικά μια παραδοξολογία: Πραγματικά, ο Shakespeare αποτελούσε τη μεγαλύτερη γερμανική ανακάλυψη για το ευρωπαϊκό θέατρο ήδη από την εποχή του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού (Lessing, Herder).

Μέσα σ’ αυτό το γενικότερο ιστορικό πλαίσιο μπορεί να γίνει κατανοητό, γιατί τώρα μαζί με το δημοφιλέστατο κοινωνικό δράμα του Schiller Ραδιουργία και έρωτας μπόρεσαν να βρουν μια πρωτεύουσα θέση στις θεατρικές σκηνές του ελληνικού Μεσοπολέμου και τα «επαναστατικά» ιστορικά έργα του γερμανού κλασικού Μαρία ΣτούαρτΔον Κάρλος και οι Ληστές, που η υποδοχή και αποδοχή τους υπομοχλεύθηκε σημαντικά από τις νέες σε δημοτική, θεατρική, γλώσσα μεταφράσεις τους από δόκιμους γερμανομαθείς έλληνες μεταφραστές (Θρ. Σταύρου, B. Ρώτας, Δ. Λάμψας).

Ο κ. Γιώργος Βελουδής είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
 το ΒΗΜΑ 

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2018

Μιραμπό, Γκαμπριέλ Ονορέ ντε- (Gabriel Honoré de Riqueti, comte de Mirabeau, Μπινιόν, Προβηγκία 1749 – Παρίσι 1791). Γάλλος πολιτικός και συγγραφέας.
 

Στη νεανική του ηλικία έζησε τόσο έκλυτη ζωή ώστε ο πατέρας του αναγκάστηκε να τον θέσει πολλές φορές σε περιορισμό. Κλεισμένος στο φρούριο του Ιφ, ο Μ. έγραψε το πρώτο πολιτικό έργο του, Δοκίμιο περί δεσποτισμού (Essai sur le despotisme, 1775), μια εύγλωττη και θερμή πρωτόλεια διατύπωση των συνταγματικών του αντιλήψεων. Μεταξύ 1777 και 1780, ενώ ήταν κλεισμένος στη Βενσέν, ο Μ. έγραψε τα Γράμματα στη Σοφία (Lettres à Sophie), σε γλαφυρό και ζωηρό ύφος αλλά και πλούσια σε ιστορικά, φιλοσοφικά και λογοτεχνικά σχόλια. Το 1782 έγραψε τη μελέτη που περικλείει τις πολιτικές του αντιλήψεις: Περί ενταλμάτων σύλληψης και κρατικών φυλακών (Des lettres de cachet et des prisons d’État). 

Στο έργο αυτό ο Μ. επαναλαμβάνει μερικές από τις βασικές θέσεις του Ρουσό και του Μοντεσκιέ, υποστηρίζοντας την αναπαλλοτρίωτη λαϊκή κυριαρχία και διατυπώνοντας την αντίληψη των πολιτικών αντίβαρων. Μεταξύ 1784 και 1786 εκδόθηκαν οι Σκέψεις περί του τάγματος του Κιγκινάτου (Considérations sur l’ordre de Cincinnatus), αυστηρή κριτική του ιπποτικού τάγματος που ιδρύθηκε στις ΗΠΑ για τους αξιωματικούς που είχαν διακριθεί στον πόλεμο της Ανεξαρτησίας. 

Από τον Ιούλιο του 1786 έως τον Ιανουάριο του 1787 ο Μ. βρισκόταν στην Αυλή της Πρωσίας σε ειδική αποστολή της γαλλικής κυβέρνησης. Οι οξυδερκείς εκθέσεις που έστειλε στην κυβέρνησή του και στις οποίες εξέθετε απροκάλυπτα την κατάπτωση της πρωσικής Αυλής δημοσιεύτηκαν μεταξύ 1788 και 1789 με τον τίτλο Απόκρυφη ιστορία της Αυλής του Βερολίνου (Histoire secrète de la Cour de Berlin).
Μετά τη σύγκληση των Γενικών Τάξεων, ο Μ. παρουσιάστηκε ως υποψήφιος της τρίτης τάξης και κατόρθωσε να εκλεγεί τόσο στη Μασσαλία όσο και στο Εξ. 

Θεωρούσε ιστορικά καταδικασμένα τα φεουδαρχικά προνόμια και τη μοναρχική απολυταρχία και γι’ αυτό τον λόγο ήταν υποστηρικτής ενός συνταγματικού καθεστώτος, μιας συνέλευσης αντιπροσώπων του λαού, και της εξαφάνισης των υπολειμμάτων του φεουδαρχισμού. 


Αλλά ο Μ. συγχρόνως φοβόταν και τις τάσεις των άκρων και την επαναστατική αναρχία και γι’ αυτό υποστήριζε την ανάγκη μιας ισχυρής κυβέρνησης, ελπίζοντας ότι η μοναρχία θα μπορούσε να αναλάβει την πρωτοβουλία των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Η πολιτική γραμμή που υποστήριζε ο Μ., όμως, ήταν πολύ μακριά από την πραγματικότητα που επικρατούσε στη χώρα.

Read 853 times

Σάββατο 18 Αυγούστου 2018

10+1 κουβέντες του Μαρσέλ Προυστ για τον έρωτα

 Ο δημιουργός του μεγαλειώδους «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» σε στιγμές ειλικρίνειας και διαύγειας για το αιώνια περίπλοκο ζήτημα 

"Οι άνθρωποι μπορεί να έχουν πολλά διαφορετικά πάθη. Το αληθινό είναι αυτό, για χάρη του οποίου είναι έτοιμοι να εγκαταλείψουν τους άλλους" 

    Είναι ο συγγραφέας στον οποίο οφείλουμε όχι μόνο την απόλυτη ποιητική του χρόνου, ως γιατρού, ως εκδικητή, ως τυμβωρύχου, ως συντηρητή, ως δασκάλου, αλλά και τις πιο μεστές διατυπώσεις για τον έρωτα, τον θάνατο, τη συντριβή που προκαλεί η φθορά – και πάλι – του χρόνου.  

 Ο Μαρσέλ Προυστ, γεννιέται σαν σήμερα, στις 10 Ιουλίου του 1871, για να καταταγεί σ’ εκείνη την παράξενη σειρά στρατιωτών της λογοτεχνίας που πρέπει πρώτα να απορριφθούν πολλές φορές για να γίνουν σημαία και ορόσημο καιρό μετά, κυρίως από προσωπικό πείσμα και πίστη στον εαυτό και τη λογοτεχνική εμμονή τους. 

  Όλοι σήμερα, ακόμη και όσοι αγνοούν το σύνολο του συγγραφικού του έργου, υποκλίνονται στη θεμελιώδη για όλα τα ανθρώπινα δύναμη των αναμνήσεων, έτσι όπως καταγράφεται στο ογκώδες «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο».

 Λίγοι αντιθέτως θυμούνται το ότι ο Προυστ απορρίφθηκε από τον Αντρέ Ζιντ, τον «στρατηγό» των επιμελητών του γαλλικού εκδοτικού κολοσσού “Nouvelle Revue Française”, για να ζητήσει συγνώμη έναν χρόνο αργότερα.  
 Και πώς να γινόταν αλλιώς, αφού ο Προυστ ειδικά σ’ αυτό το έργο του έκλεισε όλη τη μαγεία της περιγραφής και της παρατήρησης, όλη την αγωνία να περιγραφεί σε όλο του το μεγαλείο, αυτό που ως ανάμνηση αύριο μπορεί να φαίνεται μικρό…   

Πέραν αυτού, η ιδιαίτερη προσωπικότητα του Προυστ – κλειστή, μοναχική, ευαίσθητη – αφήνει μέσα από το συνολικό του έργο μερικές από τις πιο σοβαρές διατυπώσεις για τον έρωτα – άλλες τρυφερές, άλλες κυνικές, όλες ειλικρινείς – που μπορούν να λειτουργήσουν και σαν χάρτης για το πιο σημαντικό, αλλά στο σήμερα και πιο δύσκολο κομμάτι της ανθρώπινης ζωής. 

  1. "Ο έρωτας είναι ένα χτυπητό παράδειγμα για το πόσο μικρή σημασία έχει για μας η πραγματικότητα".

   2. "Σε ένα χωρισμό, αυτός που δεν είναι πραγματικά ερωτευμένος είναι αυτός που θα πει και τα πιο τρυφερά λόγια".  

 3. "Ας αφήσουμε τις όμορφες γυναίκες στους άντρες εκείνους που δεν έχουν φαντασία".  

 4. "Οι αληθινοί παράδεισοι είναι οι παράδεισοι που έχουν χαθεί".  

5.  "Η επιθυμία για κάτι τα κάνει όλα να ανθίζουν. Η απόκτηση αυτού του κάτι τα κάνει όλα να μαραίνονται και να ξεθωριάζουν".   

6. "Έρχεται τόσο γρήγορα η στιγμή που δεν υπάρχει πια τίποτα για να περιμένουμε".   Χειρόγραφο από το σημειωματάριο του Προυστ για το "Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο", credit: Gallica- Bibliothèque Νationale de France   

7. "Τα ψέματα είναι απαραίτητα στον άνθρωπο. Είναι -ίσως- εξίσου σημαντικά με την αναζήτηση της ηδονής και, επιπλέον, υπαγορεύονται από αυτήν την αναζήτηση".   

8. "Οι άνθρωποι μπορεί να έχουν πολλά διαφορετικά πάθη. Το αληθινό είναι αυτό, για χάρη του οποίου είναι έτοιμοι να εγκαταλείψουν τους άλλους".  

 9. "Αφήστε μας να είμαστε ευγνώμονες στους ανθρώπους που μας έκαναν ευτυχισμένους. Είναι οι γοητευτικοί κηπουροί που κάνουν τις ψυχές μας να ανθίζουν".  

 10. Ο χρόνος, αυτός που αλλάζει τους ανθρώπους, δεν αλλοιώνει την εικόνα που έχουμε γι’ αυτούς  

 11. Οι άνθρωποι που δεν είναι ερωτευμένοι, δεν καταλαβαίνουν πως έναν έξυπνος άντρας μπορεί να υποφέρει πραγματικά από μία συνηθισμένη γυναίκα. Είναι σα να εκπλήσσεσαι που η χολέρα μπορεί να προσβάλλει τους πάντες. Αυτός ο ασήμαντος βάκιλος…».  


Πηγή: www.lifo.gr

Πέμπτη 22 Ιουνίου 2017

Ζαν Ζακ Ρουσσώ, Οι εξομολογήσεις (απόσπασμα)

Ζαν Ζακ Ρουσσώ, Οι εξομολογήσεις (απόσπασμα)

Η ζωή που έκανα στο Μποσσέ μου ταίριαζε τόσο πολύ που, αν είχε κρατήσει περισσότερο, θα είχε καθορίσει οριστικά τον χαρακτήρα μου. Διεπόταν από ήρεμα, γλυκά, τρυφερά συναισθήματα. Δεν πιστεύω να υπήρξε άλλος εκπρόσωπος του είδους μας λιγότερο φιλόδοξος από μένα. Με συνέπαιρναν πότε-πότε κάποιες μεγαλόπνοες εξάρσεις, αλλά πολύ γρήγορα επέστρεφα στη μακαριότητά μου. Ο διακαέστερος πόθος μου ήταν να μ' αγαπούν όλοι γύρω μου. Ήμουν γεμάτος καλοσύνη· ο ξάδερφός μου το ίδιο· οι δάσκαλοί μας επίσης. Επί δύο ολόκληρα χρόνια δεν υπήρξα ποτέ ούτε θύμα ούτε μάρτυς βίαιου συναισθήματος. 
Τα πάντα καλλιεργούσαν στην ψυχή μου την προδιάθεση που της είχε δώσει η φύση. Τίποτα πιο υπέροχο δεν υπήρχε για μένα από το να βλέπω τους πάντες ολόγυρά μου ευχαριστημένους μ' εμένα και με όλον τον κόσμο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι στην εκκλησία, όταν δεν ήξερα καλά την κατήχηση, τίποτα δεν με πείραζε τόσο πολύ όσο μια έκφραση στενοχώριας ή ταραχής στο πρόσωπο της δεσποινίδος Λαμπερσιέ· ήταν κάτι που μου στοίχιζε περισσότερο ακόμα κι από την ντροπή μου που είχα ρεζιλευτεί δημόσια —γιατί, μόλο που ο έπαινος με άγγιζε ελάχιστα, το ντρόπιασμα με έκανε ράκος. Και πρέπει εδώ να πω ότι αυτό που με τρόμαζε δεν ήταν το ενδεχόμενο να με μαλώσει η δεσποινίς Λαμπερσιέ, αλλά ο φόβος μήπως τη στενοχώρησα.

Ωστόσο, ούτε αυτή ούτε ο αδερφός της δεν υστερούσαν σε αυστηρότητα, όποτε χρειαζόταν. Η αυστηρότητά τους όμως, που ήταν σχεδόν πάντα δικαιολογημένη, δεν ήταν ποτέ βίαιη, και γι' αυτό με πείραζε μεν, αλλά δεν με έκανε να επαναστατώ. Το να μη μ' αγαπούν μου ήταν πιο επώδυνο από την τιμωρία, και μια ένδειξη απόρριψης με πονούσε περισσότερο από το ξύλο. Ομολογώ πως ντρέπομαι να γίνω πιο σαφής, πρέπει όμως να το κάνω. 

Πόσο θα άλλαζε η παιδαγωγική μας μέθοδος, αν ο κόσμος ήξερε καλύτερα τα απώτερα αποτελέσματα αυτής που τόσο ανεξέλεγκτα πάντα, και τόσο ανάρμοστα πολλές φορές, χρησιμοποιεί. Το μεγάλο μάθημα που μπορεί να αντλήσει από ένα παράδειγμα τόσο κοινό, και άλλο τόσο ολέθριο, με υποχρεώνει να το διηγηθώ.

Εφόσον η δεσποινίς Λαμπερσιέ μας φερόταν με μητρική στοργή, είχε πάνω μας και την ανάλογη εξουσία, η οποία της επέτρεπε να μας δίνει ακόμα και ένα χέρι ξύλο όταν μας χρειαζόταν. Για πολύ καιρό χρησιμοποιούσε αυτό της το δικαίωμα μόνο σαν απειλή, και η επαπειλούμενη αυτή τιμωρία, που ήταν εντελώς πρωτάκουστη για μένα, μου φαινόταν τρομερή. Ύστερα όμως από την πραγματοποίησή της, δεν τη βρήκα τόσο φοβερή όσο τη φανταζόμουν περιμένοντάς την. Αλλά το πιο περίεργο ήταν που η τιμωρία αυτή με έκανε να αγαπήσω περισσότερο εκείνη που μου την είχε επιβάλει. Χρειάστηκε μάλιστα όλη η ειλικρίνεια αυτής της αγάπης και όλη μου η φυσική καλοσύνη για να μην επιδιώξω την επανάληψή της κάνοντας κάτι που θα την επέσυρε πάνω μου· γιατί είχα βρει στον πόνο, ακόμα και στην ταπείνωση, κάτι ηδονικό, που δεν με άφησε βέβαια με το φόβο, αλλά μάλλον με τη λαχτάρα να το αισθανθώ ξανά από το ίδιο χέρι. 

Είναι ευνόητο ότι σε όλα αυτά λειτουργούσε κάποιος πρώιμος ερωτισμός, και συνεπώς η ίδια μεταχείριση εκ μέρους του αδελφού της δεν θα μου ήταν καθόλου ευχάριστη. Αλλά με τον χαρακτήρα του κυρίου Λαμπερσιέ, το ενδεχόμενο μιας τέτοιας αντικατάστασης δεν ήταν διόλου πιθανό, και ο μόνος λόγος που δεν επεδίωκα να κάνω κάτι για να αξίζω την ίδια τιμωρία ήταν ο φόβος μου μήπως στενοχωρήσω τη δεσποινίδα Λαμπερσιέ· γιατί η τρυφερότητα έχει τόση δύναμη πάνω μου, ακόμα και η αισθησιακή, ώστε ήταν ανέκαθεν μέσα μου ισχυρότερη από την ηδονή. 
Αυτή η επανάληψη, που την απέφευγα χωρίς να την απεύχομαι, ήρθε τελικά κάποια μέρα χωρίς να φταίω εγώ, δηλαδή χωρίς να το έχω επιδιώξει, οπότε εκμεταλλεύθηκα την ευκαιρία με τη συνείδηση ήσυχη. Μόνο που η δεύτερη αυτή φορά ήταν και η τελευταία· γιατί η δεσποινίς Λαμπερσιέ, έχοντας αντιληφθεί προφανώς από κάποιες ενδείξεις ότι η τιμωρία απέκλινε του στόχου της παραιτήθηκε λέγοντας ότι την κούραζε πάρα πολύ. Μέχρι τότε κοιμόμασταν στην κάμαρά της, ή ακόμα και στο κρεβάτι της καμιά φορά τον χειμώνα. Ύστερα από δυο μέρες, μας έβαλαν σε άλλη κρεβατοκάμαρα. Και στο εξής είχα την τιμή, η οποία θα προτιμούσα να μου έλειπε, να με αντιμετωπίζει σαν μεγάλο παιδί.

Ποιος θα πίστευε ποτέ ότι ένα αθώο ξύλο που έφαγα οχτώ χρονών από μια κοπέλα τριάντα θα καθόριζε διά βίου τα γούστα μου, τους πόθους μου, τα πάθη μου κι εμένα τον ίδιο, και μάλιστα σε μια κατεύθυνση εντελώς αντίθετη από εκείνη που θα είχα ακολουθήσει φυσιολογικά; Την ώρα ακριβώς που ξυπνούσαν οι αισθήσεις μου, ο ερωτισμός μου παραπλανήθηκε τόσο πολύ, ώστε περιορίστηκε σ' αυτό που είχε βιώσει, και δεν διανοήθηκε ποτέ να αναζητήσει οτιδήποτε άλλο. Με μια αισθησιακότητα που έβραζε στο αίμα μου από την ώρα σχεδόν που γεννήθηκα, παρέμενα άσπιλος και αγνός σε μια ηλικία όπου και οι πλέον ψυχρές ή καθυστερημένες ιδιοσυγκρασίες έχουν αναπτυχθεί. Φλεγόμενος επί έτη ετών χωρίς να ξέρω από τί, καταβρόχθιζα με άπληστα μάτια τις όμορφες γυναίκες, και τις έφερνα αδιάκοπα στο νου μου, αλλά μονάχα για να τις χαρώ με τον δικό μου τρόπο, κάνοντάς τες όλες δεσποινίδες Λαμπερσιέ.

Ακόμα και μετά την εφηβεία, η περίεργη αυτή επιθυμία, η οποία ήταν πάντα παρούσα και έφθανε τα όρια της διαστροφής, τα όρια της μανίας, διατήρησε ακέραια τα χρηστά μου ήθη, μολονότι θα έπρεπε να τα είχε διαφθείρει. Αν υπάρχει ηθική και αυστηρή ανατροφή, είναι οπωσδήποτε η δική μου. Οι τρεις θείες μου δεν είχαν μόνο υποδειγματικό ήθος, αλλά και μια ευπρέπεια που οι γυναίκες έχουν χάσει προ πολλού· ο πατέρας μου, ευδαιμονιστής μεν και κατακτητής, αλλά της παλιάς σχολής, δεν πρόφερε ποτέ μπροστά σε γυναίκες, και ιδιαίτερα σ' εκείνες που του άρεσαν, λόγια που θα έκαναν μια παρθένα να κοκκινίσει· και ελάχιστες οικογένειες τήρησαν ποτέ τόσο ευλαβικά τον σεβασμό που οφείλεται στα παιδιά. Στο σπίτι του κυρίου Λαμπερσιέ δεν έδιναν λιγότερη σημασία σ' αυτό το θέμα. 

Κάποτε μάλιστα έδιωξαν μια θαυμάσια υπηρέτρια για μια πονηρή κουβέντα που είχε ξεστομίσει μπροστά μας. Όχι μόνο δεν είχα, ώς την εφηβεία μου, καμιά ξεκάθαρη ιδέα σχετικά με την ερωτική επαφή, αλλά και η συγκεχυμένη εντύπωση που είχα δεν πήρε ποτέ στο μυαλό μου μια όψη που να μην ήταν αηδής και αποκρουστική. Οι κοινές γυναίκες μού προκαλούσαν μια φρίκη η οποία δεν με εγκατέλειψε ποτέ· δεν μπορούσα να δω έναν έκδοτο άνθρωπο χωρίς να αισθανθώ περιφρόνηση, ή ακόμα και τρόμο. Η αποστροφή μου για την ακολασία είχε πάρει αυτές τις διαστάσεις από την ημέρα που, πηγαίνοντας στο Πετί Σακονέξ από μια στενοποριά, είδα κάτι σπηλιές στις δύο πλευρές του δρόμου και μου είπαν πως μέσα εκεί ζευγάρωναν οι άνθρωποι. Τα όσα είχα δει από το ζευγάρωμα των σκύλων μού έρχονταν λοιπόν πάντα στο νου όταν σκεφτόμουν τα άλλα ζευγαρώματα, και στην ανάμνηση και μόνο αυτού του θεάματος μου γύριζε το στομάχι.

Οι προκαταλήψεις της ανατροφής μου, που αρκούσαν και μόνες τους για να καθυστερήσουν τις πρώτες εκρήξεις μιας φλογερής ιδιοσυγκρασίας, υποβοηθήθηκαν, όπως εξήγησα, από την εκτροπή στην οποία με οδήγησαν οι πρώτες νύξεις της λαγνείας. Μην μπορώντας να διανοηθώ κάτι άλλο απ' αυτό που είχα ζήσει, παρ' όλη την πίεση των πολύ ασφυκτικών ήδη εξάψεων, έστρεφα μοιραία τις επιθυμίες μου στο είδος της ηδονής που είχα γνωρίσει και δεν έφτανα ποτέ σ' εκείνο που μου είχαν καταστήσει ειδεχθές, και το οποίο δεν απείχε διόλου από το άλλο, χωρίς όμως εγώ να έχω την παραμικρή υπόνοια γι' αυτό. Στις τρελές φαντασιώσεις μου, στις παράφορες ερωτικές μου εξάρσεις, στα αλλόκοτα πράγματα στα οποία με εξωθούσαν καμιά φορά, ανέτρεχα με τη φαντασία μου στη βοήθεια του άλλου φύλου, χωρίς να μου περνάει ποτέ από το νου πως προσφερόταν για οποιαδήποτε άλλη χρήση πέρα από εκείνη για την οποία τόσο διακαώς το προόριζα.

Έτσι λοιπόν έφτασα, έχοντας μια φύση πολύ φλογερή, πολύ αισθησιακή και με πολύ πρόωρη ανάπτυξη, να περάσω τα εφηβικά μου χρόνια χωρίς να έχω γνωρίσει, χωρίς να έχω καν επιθυμήσει, καμιά άλλη ερωτική απόλαυση πέρα από εκείνη που εν πάση αθωότητι μου είχε προσφέρει η δεσποινίς Λαμπερσιέ. Αλλά και όταν τελικά τα χρόνια με έκαναν άνδρα, αυτό που με συγκράτησε και πάλι ήταν το ίδιο πάθος που θα μπορούσε να με είχε καταστρέψει. Οι παλιές παιδικές μου επιθυμίες, αντί να εξαφανιστούν τώρα πια, δέθηκαν τόσο στενά με τις καινούργιες, ώστε δεν μπόρεσα ποτέ μου να τις ξεχωρίσω από τους πόθους που μου άναβαν οι αισθήσεις. Και η μανία μου αυτή, σε συνδυασμό με τη φυσική μου συστολή, με έκανε πάντα ελάχιστα τολμηρό με τις γυναίκες· γιατί δεν τολμούσα να τα πω όλα, ούτε μπορούσα να τα έχω όλα, αφού το είδος της απόλαυσης που επιζητούσα, και του οποίου το άλλο ήταν για μένα απλώς η κατάληξη, δεν ήταν δυνατόν να υποκλαπεί από εκείνον που το ήθελε ούτε να προβλεφθεί από εκείνη που μπορούσε να το προσφέρει. 

Πέρασα λοιπόν τη ζωή μου διάπυρος και βουβός μπροστά στις γυναίκες που λαχταρούσα. Μην τολμώντας ποτέ να εξομολογηθώ το πάθος μου, το διασκέδαζα τουλάχιστον με σχέσεις που μου υπέθαλπαν αυτή την αίσθηση.

 Το να πέφτω στα πόδια μιας δεσποτικής γυναίκας, να υπακούω στις διαταγές της, να εκλιπαρώ τη συγγνώμη της, αποτελούσαν για μένα γλυκύτατες απολαύσεις· και όσο περισσότερο η ζωηρή φαντασία μου διέγειρε τις αισθήσεις μου, τόσο περισσότερο φερόμουν σαν ντροπαλός ερωτευμένος. Καταλαβαίνει κανείς ότι αυτό το είδος ερωτοτροπίας δεν οδηγεί σε ραγδαίες εξελίξεις, ούτε και είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο για την τιμή εκείνης στην οποία απευθύνεται. 

Λίγες λοιπόν ήταν οι φορές που έκανα μια γυναίκα δική μου, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν χόρτασα την ερωτική ηδονή με τον δικό μου τρόπο, δηλαδή με τη φαντασία μου. Ιδού λοιπόν πώς ο ερωτισμός μου, σε συνδυασμό με τον συνεσταλμένο χαρακτήρα μου και τη ρομαντική μου φύση, διαφύλαξαν τα αισθήματά μου αγνά και τα ήθη μου άμεμπτα, χάρη σ' εκείνο ακριβώς το πάθος το οποίο, με λίγη περισσότερη τόλμη, θα με είχε βυθίσει ίσως στην πιο κτηνώδη ακολασία.

Έκανα το πρώτο και οδυνηρότερο βήμα στον σκοτεινό και ρυπαρό λαβύρινθο των εξομολογήσεών μου. Εκείνο που πονάει περισσότερο όταν το λες δεν είναι το κακό, είναι το εξευτελιστικό και το γελοίο. Από εδώ και στο εξής είμαι σίγουρος για τον εαυτό μου· ύστερα απ' αυτό που τόλμησα να πω, τίποτα δεν μπορεί να με σταματήσει. Το πόσο μου κοστίζει μια τέτοια ομολογία μπορεί να το κρίνει κανείς από το ότι, μόλο που αγάπησα κάποιες γυναίκες με ένα πάθος παράφορο, που με έκανε καμιά φορά να χάνω μπροστά τους το φως, την ακοή και το νου μου, και να τραντάζομαι σύγκορμος από σπασμούς, ποτέ δεν βρήκα τη δύναμη να τους εκμυστηρευθώ την αδυναμία μου και να τους ζητήσω, στις στιγμές της πιο άκρας οικειότητας, τη μόνη χάρη που δεν μου είχαν κάνει ακόμα. 
Μονάχα μια φορά στη ζωή μου το έζησα αυτό, στα παιδικά μου χρόνια, με ένα κοριτσάκι της ηλικίας μου· αλλά και πάλι, αυτή ήταν εκείνη που το είχε προτείνει.

Καθώς ανατρέχω τώρα στα πρώτα βήματα της ψυχικής μου ζωής, ανακαλύπτω στοιχεία τα οποία, όσο κι αν φαίνονται πολλές φορές ασυμβίβαστα, συγκεράστηκαν και έδωσαν ένα συμπαγές και ενιαίο αποτέλεσμα· ενώ ανακαλύπτω άλλα, τα οποία, μολονότι ίδια φαινομενικά, μεταμορφώθηκαν μες απ' τη συγκυρία ορισμένων συνθηκών, και οι συνδυασμοί που προέκυψαν είναι τόσο αντίθετοι, που δεν θα πίστευε κανείς πως υπάρχει έστω και ένα κοινό στοιχείο μεταξύ τους. Ποιος θα φανταζόταν, λόγου χάρη, ότι μια από τις πλέον αδάμαστες δυνάμεις της ψυχής μου σφυρηλατήθηκε στον ίδιο άκμονα που έπλασε μέσα μου την ηδυπάθεια και την παθητικότητα. Θα παραμείνω στο θέμα για το οποίο μίλησα, για να δείξω μια άλλη, εντελώς διαφορετική επίδρασή του.
Κάποια μέρα, καθόμουν μόνος μου στο δωμάτιο που ήταν δίπλα στην κουζίνα και διάβαζα τα μαθήματά μου.
 Η υπηρέτρια είχε βάλει πάνω στην πλάκα τις χτένες της δεσποινίδος Λαμπερσιέ για να στεγνώσουν. Όταν ήρθε να τις πάρει, βρήκε μία με τα μισά της δόντια σπασμένα. Ποιος έφταιγε για τη ζημιά; Κανένας άλλος δεν είχε μπει στο δωμάτιο. Με ρωτάνε· τους λέω πως εγώ δεν την άγγιξα καν. Ο κύριος και η δεσποινίς Λαμπερσιέ αρχίζουν εν χορώ να με νουθετούν, να με πιέζουν, να με απειλούν· εγώ επιμένω πεισματικά στην αθωότητά μου. Οι ενδείξεις όμως εναντίον μου ήταν πολύ ισχυρές, και θεωρήθηκαν πειστικότερες από τις διαμαρτυρίες μου, παρόλο που δεν με είχαν ξαναδεί να λέω ψέματα με τόσο θράσος. Πήραν το θέμα πολύ σοβαρά· όφειλαν να το πάρουν. Η κακή πράξη, το ψέμα, το πείσμα θεωρήθηκαν όλα κολάσιμα. 
Αλλά η εκτέλεση της τιμωρίας δεν ανατέθηκε στη δεσποινίδα Λαμπερσιέ. Έγραψαν στον θείο Μπερνάρ, ο οποίος και ήρθε. Τον ξάδερφό μου τον βάραινε κι αυτόν κάποιο παράπτωμα εξίσου σοβαρό. Μας συμπεριέλαβαν στην ίδια τιμωρία. Ήταν φριχτή. Αν είχαν θελήσει να ανακόψουν μια για πάντα τις διεστραμμένες ορέξεις μου αναζητώντας το φάρμακο στην ίδια την ασθένεια, δεν θα είχαν βρει καλύτερη θεραπεία. Τις ξέχασα για πολύ καιρό.

Δεν κατάφεραν να μου αποσπάσουν την ομολογία που ήθελαν. Όσες φορές κι αν με περιέλαβαν, σε όσο εφιαλτική κατάσταση κι αν με έφεραν, στάθηκα ακλόνητος. Καλύτερα να πέθαινα. Ήμουν αποφασισμένος γι' αυτό. Η βία δεν μπόρεσε να υποτάξει το σατανικό παιδικό μου πείσμα γιατί έτσι αποκαλούσαν τη γενναιότητά μου. Τελικά, βγήκα από τη σκληρή αυτή δοκιμασία κατατσακισμένος αλλά θριαμβευτής.

Έχουν περάσει σχεδόν πενήντα χρόνια από τότε, και δεν υπάρχει φόβος να τιμωρηθώ ξανά γι' αυτό. Ε, λοιπόν, δηλώνω απερίφραστα, και μάρτυς μου ο Θεός, πως ήμουν αθώος, πως ποτέ δεν έσπασα, ποτέ δεν άγγιξα εκείνη τη χτένα, και πως ποτέ δεν μου πέρασε απ' το νου να κάνω κάτι τέτοιο. Μη με ρωτήσετε πώς έγινε η ζημιά. Δεν ξέρω και δεν καταλαβαίνω. Το μόνο που ξέρω στα σίγουρα είναι ότι εγώ ήμουν αθώος.

Φανταστείτε ένα παιδί συνεσταλμένο και υπάκουο στην καθημερινή ζωή, αλλά παράφορο, ανήμερο, χαλύβδινο στα πάθη, ένα παιδί που πάντα ακολουθούσε τη φωνή της λογικής, που όλοι του φέρονταν καλόκαρδα, δίκαια, στοργικά, που δεν ήξερε καν την έννοια της αδικίας, να υφίσταται για πρώτη φορά μια αδικία τόσο κατάφωρη, και μάλιστα από τους ανθρώπους που αγαπάει και εκτιμάει πιο πολύ. Φανταστείτε τη βίαιη ανατροπή των εννοιών! Τη σύγχυση στα αισθήματά του! Τον σάλο στην ψυχή του, στο μυαλό του, σε όλη εκείνη τη μικρή πνευματική και ηθική υπόσταση! Και λέω να τα φανταστείτε όλα αυτά, αν είναι δυνατόν, γιατί εγώ δεν νομίζω πως είμαι σε θέση να ξεδιαλύνω ή να βρω το παραμικρότερο νήμα στο τί συνέβαινε μέσα μου τότε.


Δεν είχα αρκετό μυαλό εκείνο τον καιρό για να καταλάβω πόσο καταδικαστικά ήταν για μένα τα φαινόμενα, ή για να έρθω στη θέση των άλλων. Έμενα στη δική μου, και το μόνο που καταλάβαινα ήταν η αγριότητα μιας φριχτής τιμωρίας για ένα κακό που δεν είχα κάνει. Τον σωματικό πόνο, όσο δυνατός κι αν ήταν, ούτε που τον ένιωθα· εκείνο που αισθανόμουν ήταν η αγανάκτηση, η οργή, η απελπισία. Ο ξάδερφός μου, κατηγορούμενος κι αυτός για μια παρόμοια υπόθεση, και έχοντας τιμωρηθεί για κάτι που είχε κάνει κατά λάθος σαν να ήταν εσκεμμένο, εξαγριώθηκε κι αυτός μαζί μ' εμένα και κατά κάποιον τρόπο συντόνισε το μένος του με το δικό μου. Πλαγιασμένοι μαζί στο ίδιο κρεβάτι, αγκαλιαζόμαστε με μια έξαλλη μανία, σφιγγόμαστε σπασμωδικά μέχρι που σκάγαμε, και όταν οι μικρές καρδιές μας ξαλάφρωναν λιγάκι και μπορούσαν να ξεσπάσουν, σηκωνόμαστε καθιστοί και φωνάζαμε εκατό φορές με όλη μας τη δύναμη: Carnifex! Carnifex! Carnifex!
Ακόμα και τώρα που γράφω γι' αυτό, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Αυτές τις στιγμές δεν πρόκειται να τις ξεχάσω ποτέ, έστω κι αν ζήσω εκατό χιλιάδες χρόνια. Η πρώτη αυτή αίσθηση της βίας και της αδικίας χαράχτηκε τόσο βαθιά στην ψυχή μου, που οτιδήποτε σχετίζεται μαζί της μου ξαναφέρνει την πρώτη μου οργή. Κι αυτό το αίσθημα, όσο προσωπικό κι αν ήταν στην αρχή, έγινε τόσο αυθυπόστατο και αποσπάστηκε τόσο πολύ από κάθε ιδιοτέλεια, ώστε στη θέα ή στο άκουσμα της όποιας αδικίας, οποιοδήποτε κι αν είναι το θύμα της και οπουδήποτε κι αν συντελείται, γίνομαι πάντα πυρ και μανία, σαν να είμαι εγώ αυτός που την υφίσταται. Όταν διαβάζω για τα εγκλήματα ενός βάναυσου τυράννου, για τις αθλιότητες ενός πανούργου κληρικού, θέλω να πάω να σφάξω αυτούς τους αχρείους, έστω κι αν είναι να πληρώσω εκατό φορές με τη ζωή μου. Μου έτυχε πάμπολλες φορές να ιδρώσω κυνηγώντας ή πετροβολώντας έναν κόκορα, μια αγελάδα, ένα σκυλί ή όποιο ζώο έβλεπα να βασανίζει ένα άλλο μόνο και μόνο επειδή αισθανόταν ισχυρότερο. Αυτή η αντίδραση μπορεί να είναι εγγενής στον χαρακτήρα μου, και προσωπικά πιστεύω πως είναι· αλλά η ανεξίτηλη ανάμνηση της πρώτης αδικίας που ένιωσα πάνω μου δέθηκε τόσο νωρίς και τόσο άρρηκτα μαζί της, που αποκλείεται να μην τη δυνάμωσε.

Εκεί σήμανε το τέλος της γαλήνιας παιδικής μου ζωής. Από εκείνη τη στιγμή χάθηκε η ανέφελη ευτυχία που ήξερα· και ακόμα και σήμερα έχω την αίσθηση πως η ανάμνηση της μαγείας των παιδικών μου χρόνων σταματάει εδώ. Μείναμε ακόμα λίγους μήνες στο Μποσσέ. Ζούσαμε όπως λένε ότι ζούσε ο πρώτος άνθρωπος, που ήταν ακόμα στον επίγειο παράδεισο αλλά χωρίς να τον απολαμβάνει πια. Φαινομενικά ήταν η ίδια κατάσταση, αλλά στην ουσία μια εντελώς άλλη ζωή.
 Η αγάπη, ο σεβασμός, η οικειότητα, η εμπιστοσύνη δεν έδεναν πια τους μαθητές με τους δασκάλους τους· δεν τους βλέπαμε πια σαν θεούς που διάβαζαν τα φύλλα της καρδιάς μας· ντρεπόμαστε λιγότερο να κάνουμε κάτι κακό και φοβόμαστε περισσότερο μη μας ανακαλύψουν· αρχίσαμε να κρυβόμαστε, να επαναστατούμε, να λέμε ψέματα. Όλα τα ελαττώματα της ηλικίας μας μόλυναν την αγνότητά μας και αμαύρωσαν τα παιχνίδια μας. 

Ακόμα και η εξοχή είχε χάσει στα μάτια μας εκείνη την απλή και γλυκιά γοητεία που ανοίγει την καρδιά· μας φαινόταν έρημη και καταθλιπτική· ήταν λες και την είχε σκεπάσει ένα πέπλο που έκρυβε από μας την ομορφιά της. Σταματήσαμε να καλλιεργούμε τα περιβολάκια μας, τα λαχανικά μας, τα λουλούδια μας. Δεν τρέχαμε πια να ξύσουμε ελαφρά το χώμα, αλαλάζοντας από χαρά μόλις ανακαλύπταμε το βλασταράκι του σπόρου που είχαμε φυτέψει. 
Τη βαρεθήκαμε αυτή τη ζωή· μας βαρέθηκαν κι εμάς οι άλλοι. Ο θείος μου μας ξαναπήρε πάλι στο σπίτι, και αποχαιρετήσαμε τον κύριο και τη δεσποινίδα Λαμπερσιέ έχοντας απαυδήσει οι μεν από τους δε και χωρίς να λυπηθούμε για τον χωρισμό μας.

[πηγή: Ζαν Ζακ Ρουσσώ, Οι εξομολογήσεις, μτφ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, τ. Α', Εκδόσεις Ιδεόγραμμα, Αθήνα 1997, σ. 18-24]

Τρίτη 23 Μαΐου 2017

Ουγκώ... θα 'ναι ευτυχισμένοι

Προσδοκίες, διαψεύσεις, ελπίδες και πάλι από την αρχή. Ένα απόσπασμα από το έργο του μεγάλου συγγραφέα που μας βάζει ερωτήματα


 «ΠΟΛΙΤΕΣ, ΑΝΑΛΟΓΙΖΕΣΤΕ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ; Οι δρόμοι των πολιτειών πλημμυρισμένοι φως, πράσινα κλαδιά στα κατώφλια, τα έθνη αδελφωμένα, οι άνθρωποι δίκαιοι, οι γερόντοι να ευλογούν τα παιδιά, το παρελθόν αγαπημένο με το παρόν, οι διανοούμενοι με απόλυτη ελευθερία (...) πουθενά μίση, αδερφοσύνη του εργαστηριού με το πανεπιστήμιο, η κοινοποίηση μόνη τιμωρία κι αμοιβή, εργασία για όλους, δικαιοσύνη για όλους, ειρήνη για όλους, όχι πια αιματοχυσίες, όχι πια πόλεμοι, οι μητέρες ευτυχισμένες! (...)

ΠΟΥ ΤΡΑΒΑΜΕ, ΠΟΛΙΤΕΣ; Στην επιστήμη που θάχει γίνει κυβέρνηση, στη δύναμη των πραγμάτων που θάχει γίνει δημόσια δύναμη, στον φυσικό νόμο που θάχει μέσα του την κύρωση και την καταδίκη και που θα εφαρμόζεται με τη γνωστοποίηση, σε μια ανατολή της αλήθειας αντίστοιχη με την ανατολή της ημέρας. Βαδίζουμε προς την ένωση των λαών. Βαδίζουμε προς την ενότητα του ανθρώπου. (...). Άκου με εσύ, Φεγύ, ατρόμητε εργάτη, άνθρωπε του λαού, άνθρωπε των λαών. Σε προσκυνώ. Ναι, εσύ βλέπεις καθαρά τους μελλούμενους καιρούς. Ναι, έχεις δίκιο εσύ. Δεν είχες ούτε πατέρα ούτε μητέρα, Φεγύ. Και υιοθέτησες για μητέρα σου την ανθρωπότητα και για πατέρα σου το δίκιο. Πρόκειται να πεθάνεις εδώ, δηλαδή να θριαμβεύσεις. Ό,τι και να γίνει σήμερα, πολίτες, είτε ηττηθούμε είτε νικήσουμε, πάντως θα κάνουμε μια επανάσταση. Όπως οι πυρκαγιές φωτίζουν όλη την πόλη, το ίδιο κι οι επαναστάσεις φωτίζουν όλο το ανθρώπινο γένος (...)».

 « (...) ΠΟΛΙΤΕΣ, Ο ΔΕΚΑΤΟΣ ΕΝΑΤΟΣ ΑΙΩΝΑΣ ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΟΣ, αλλά ο εικοστός θάναι ευτυχισμένος. Τίποτε δεν θα μοιάζει τότε με την παλιά ιστορία. Δεν θάχουν πια να φοβηθούν, όπως σήμερα, μια εκστρατεία, μια εισβολή, έναν σφετερισμό, έναν ένοπλο ανταγωνισμό εθνών, μια διακοπή πολιτισμού που να εξαρτάται από ένα γάμο βασιλιάδων, μια γέννηση στις κληρονομικές δεσποτείες, ένα μοίρασμα εθνών με συνέδριο, ένα διαμελισμό έπειτ’ από πτώση μιας δυναστείας, μια διαμάχη θρησκειών που να σμίγουν αντιμέτωπες, σαν δυο τράγοι μέσα απ’ τα σκοτεινά, πάνω στη γέφυρα τ’ απείρου. Δεν θάχουν πια να φοβηθούν την πείνα, την εκμετάλλευση, την πορνεία από απόγνωση, την ανέχεια από ανεργία, ούτε τη λαιμητόμο, ούτε το σπαθί, ούτε τις μάχες, ούτε τις ληστείες της τύχης μέσα στο δάσος των ιστορικών συμβάντων. Θα μπορούσαμε σχεδόν να πούμε: Δεν θα υπάρχουν τέτοια συμβάντα. Θάναι ευτυχισμένοι. Το ανθρώπινο γένος θα εκπληρώνει την αποστολή του όπως η γήινη σφαίρα διανύει την τροχιά της (...).

 ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ, Η ΩΡΑ ΠΟΥ ΠΕΡΝΟΥΜΕ ΚΑΙ ΠΟΥ ΣΑΣ ΜΙΛΩ, είναι μια ώρα ζοφερή. Αλλ’ αυτό είναι το τρομερό τίμημα του μέλλοντος. Μια επανάσταση είναι ένας δασμός. Ω, το ανθρώπινο γένος θ’ απελευθερωθεί, θ’ ανυψωθεί, θα παρηγορηθεί! Το εγγυόμαστε εμείς σε τούτο το οδόφραγμα. Από πού θ’ αντηχήσει η κραυγή της αγάπης, αν όχι από το ύψος της θυσίας; Αδέρφια μου, εδώ είναι το ενωτικό σημείο εκείνων που έχουν φρονήματα κι εκείνων που υποφέρουν.

 ΑΥΤΟ ΤΟ ΟΔΟΦΡΑΓΜΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΜΩΜΕΝΟ ούτε με πέτρες ούτε με καδρόνια ούτε με σιδερικά. Είναι καμωμένο από δυο συσσωρεύσεις, τη συσσώρευση των ιδεών και τη συσσώρευση των πόνων. Η δυστυχία ανταμώνει εδώ με το ιδανικό. Η μέρα αγκαλιάζει τη νύχτα και της λέει: "Θα πεθάνω μαζί σου και θ' αναστηθείς μαζί μου". Από τη σύσφιξη όλων των θλίψεων αναπηδά η πίστη. Τα βάσανα προσκομίζουν εδώ την αγωνία τους και οι ιδέες την αθανασία τους. Αυτή η αγωνία κι αυτή η αθανασία θα σμίξουν και θα συνθέσουν τον θάνατό μας. Αδέρφια, όποιος πεθαίνει εδώ, πεθαίνει μεσ’ στην ακτινοβολία του μέλλοντος. Θα μπούμε σ’ έναν τάφο φωτόλουστον από αυγή».

 Απόσπασμα από το βιβλίο του Βίκτωρος Ουγκώ, Οι Άθλιοι, σε μετάφραση Γιώργου Κοτζιούλα, εκδόσεις Δάρεμα 1955.

 Ο Βίκτορ Ουγκώ (26 Φεβρουαρίου 1802-22 Μαΐου 1885) ήταν Γάλλος μυθιστοριογράφος, ποιητής και δραματουργός, ο πλέον σημαντικός εκπρόσωπος του κινήματος του γαλλικού ρομαντισμού Από τα πρώτα χρόνια της εφηβείας του αντιλήφθηκε το λογοτεχνικό του ταλέντο και ξεκίνησε τις μεταφράσεις έργων από τα λατινικά καθώς και δικές του πρωτότυπες ποιητικές εργασίες. Η αξία του αναγνωρίστηκε σύντομα. Ταυτόχρονα ασχολήθηκε με την πολιτική, μεταλλασσόμενος βαθμιαία από φιλομοναρχικό συντηρητικό σε ριζοσπάστη δημοκρατικό Προ πάντων, όμως, ήταν ο ποιητής του νέου κόσμου, ο προφητικός, παραισθησιακός φιλόσοφος και μυθοπλάστης μιας ριζικά νέας εποχής.

[Πηγή: www.doctv.gr]

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2016

Βερλαίν, Ρεμπώ, θυελλώδεις έρωτες και έκλυτη ζωή



               Στη δημοπρασία το περίστροφο με το οποίο ο Βερλαίν πυροβολεί τον Ρεμπώ

10 Ιουλίου 1873. Μεσημέρι σε δωμάτιο ξενοδοχείου της οδού Μπρασέρ, στις Βρυξέλελες. Ο 29χρονος ποιητής Πωλ Βερλαίν πυροβολεί με περίστροφο τον 18χρονο συνάδελφο και εραστή του, Αρθούρο Ρεμπό.
Μια σφαίρα τραυματίζει τον νεαρό πάνω από την άρθρωση του καρπού, ενώ η άλλη εποστρακίζεται πάνω στο τζάκι και καταλήγει στον τοίχο. Πρόκειται για τους διασημότερους πυροβολισμούς της γαλλικής λογοτεχνίας, οι οποίοι όμως σήμαναν και το τέλος της θυελλώδους ερωτικής σχέσης των δύο Γάλλων ποιητών.
Αυτό ακριβώς το περίστροφο του Βερλαίν θα διατεθεί προς πώληση στις 30 Νοεμβρίου, σε πλειστηριασμό του οίκου Κρίστις στο Παρίσι.
Το όπλο του εγκλήματος είναι ένα εξάσφαιρο περίστροφο και διαμετρήματος 7 χιλιοστών που ο Βερλαίν αγόρασε το ίδιο πρωί από έναν οπλοποιό των Βρυξελλών, μαζί μ' ένα κουτί με 50 σφαίρες.
Το περίστροφο, ενός μοντέλου πολύ συνηθισμένου την εποχή εκείνη, κατασχέθηκε από την αστυνομία, επεστράφη στην οπλοποιία Μοντινί και παραχωρήθηκε το 1981, όταν έκλεισε αυτό το κατάστημα, στον σημερινό ιδιοκτήτη του, ο οποίος αποφάσισε να το πωλήσει. Η τιμή του εκτιμάται από 50.000 έως 60.000 ευρώ.
Η θυελλώδης ερωτική σχέση των δύο ποιητών

Ο Πωλ Βερλαίν είχε παντρευτεί τον Αύγουστο του 1870 τη δεκαεξάχρονη Ματίλντ Μοτέ. Το Σεπτέμβριο του 1871 πιθανότατα γνωρίζει τον Αρθούρο Ρεμπώ γεγονός που επέδρασε καταλυτικά στη ζωή του. Περιπλανήθηκε μαζί του στη βόρεια Γαλλία και στο Βέλγιο, εγκαταλείποντας τον Ιούλιο του 1872 τη σύζυγό και το νεογέννητο γιο του, Ζωρζ.
Ο καβγάς ανάμεσα στους δύο άνδρες άρχισε τον Μάιο του 1873 στο Λονδίνο. Ο έρωτας του Βερλαίν με τον Ρεμπώ είχε γίνει θυελλώδης. Ο Βερλαίν επιδιώκει παράλληλα να αποκαταστήσει τη σχέση του με την γυναίκα του. Έπειτα από έναν ακόμη διαπληκτισμό, εγκαταλείπει τον νεαρό εραστή του και φεύγει για τις Βρυξέλλες. Ο Ρεμπώ τον ακολουθεί και ξεσπούν νέοι καβγάδες.
Ο Βερλαίν έχει τάσεις αυτοκτονίας, ο Ρεμπώ λέει πως θα καταταγεί στον στρατό. Μεθούν, κλαίνε, γνωρίζουν την απελπισία των ερώτων που τελειώνουν. Πριν τον πυροβολήσει, ο Ρεμπώ αφηγείται ότι ο Βερλαίν του είπε: «Έι! Θα σε μάθω εγώ να θέλεις να φύγεις!».
Αφού τον περιποιήθηκαν στο νοσοκομείο, ο Ρεμπώ σκέφτεται να εγκαταλείψει τις Βρυξέλλες. Ο Βερλαίν τον απειλεί και πάλι με το όπλο του μέσα στον δρόμο. Ο Ρεμπό φωνάζει έναν αστυνομικό που τους συλλαμβάνει όλους.
Ο συγγραφέας των «Poemes saturniens» θα συλληφθεί, θα δικαστεί και θα καταδικαστεί τον Αύγουστο του 1873 σε δύο χρόνια φυλακή, όπου θα περάσει 555 ημέρες. Εκεί ο Βερλαίν θα γράψει τα 32 ποιήματα του «Cellulairement», τα οποία θα κατανείμει στις συλλογές «Sagesse», «Jadis et naguere», «Parallelement», «Invectives». Ο Ρεμπώ επιστρέφει στο σπίτι της μητέρας του, και αρχίζει να γράφει το «Μια εποχή στην κόλαση».
Οι Βερλαίν και Ρεμπώ θα ξαναειδωθούν για μια τελευταία φορά μετά την αποφυλάκιση του πρώτου, τον Φεβρουάριο 1875 στη Στουτγάρδη. Εκεί πραγματοποιείται μία αποτυχημένη προσπάθεια επανασύνδεσης, ενώ ο Ρεμπώ θα παραδώσει στον φίλο του το χειρόγραφο των «Εκλάμψεων».

Αρθούρος Ρεμπό, αποσπάσματα από τις «εκλάμψεις» 
Παραμύθι
Ένας πρίγκηπας είχε θιγεί γιατί δεν είχε ποτέ του ασχοληθεί με κάτι έξω από την τελειότητα των χυδαίων γενναιοδωριών. Προέβλεπε εκπληκτικές επαναστάσεις του έρωτα, και υποψιάζονταν τις γυναίκες του ότι μπορούσαν κάτι καλύτερο από την ευπροσηγορία τούτη πλουμισμένη από ουρανό και πολυτέλεια. Ήθελε να δει την αλήθεια, την ώρα της ουσιαστικής λαχτάρας και της ικανοποίησης. Είτε αυτό υπήρξε μια απόκλιση από την ευσέβεια είτε όχι, το θέλησε. Κατείχε τουλάχιστον μιαν αρκετά πλατιά ανθρώπινη εξουσία.
Όλες οι γυναίκες που τον είχαν γνωρίσει δολοφονήθηκαν. Τι λεηλασία στο πάρκο του περιβολιού της ομορφιάς! Κάτω από την σπάθη, τον ευλόγησαν. Δεν παρήγγειλε καθόλου καινούριες. — Οι γυναίκες ξαναφάνηκαν.
Σκότωσε όλους αυτούς που τον ακολουθούσαν, μετά το κυνήγι ή τις οινοποσίες.
— Όλοι τον ακολουθούσαν.
Διασκέδασε σφάζοντας τα ζώα πολυτελείας. Πυρπόλησε τα παλάτια. Εφορμούσε πάνω στους ανθρώπους και τους τεμάχιζε. — Το πλήθος, οι χρυσαφένιες στέγες, τα ωραία ζώα υπήρχαν ακόμη.
Μπορεί κανείς να εκστασιάζεται στο χαλασμό, να ξανανιώνει από την θηριωδία! Ο λαός δεν μουρμούρισε. Κανείς δεν προσέφερε την συνδρομή των βλεμμάτων του.
Κάποιο βράδυ κάλπαζε περήφανα. Ένα Πνεύμα φάνηκε μίας άφατης ομορφιάς, ακόμη και ανομολόγητης. Από την φυσιογνωμία και την στάση του έβγαινε η υπόσχεση ενός έρωτα πολλαπλού και περίπλοκου! μιας ευτυχίας ανείπωτης, σχεδόν ανυπόφορης! Ο Πρίγκιπας και το Πνεύμα εκμηδενίστηκαν πιθανόν μέσα στην ουσιαστική υγεία. Πως θα μπορούσαν να μην πεθάνουν απ' αυτήν;
Μαζί λοιπόν πέθαναν.
Αλλά ο Πρίγκιπας αυτός απεβίωσε, στο παλάτι του, σε μια συνηθισμένη ηλικία. Ο Πρίγκιπας ήταν το Πνεύμα . Το Πνεύμα ήταν ο Πρίγκιπας.
Η σοφή μουσική παραμελεί την λαχτάρα μας.
Εκλάμψεις, μετάφραση: Αλέξης Ασλάνογλου, Εκδόσεις Ηριδανός


Ξεκίνημα
Αρκετά είδα. Το όραμα αντάμωσα σε όλους τους αιθέρες.
Αρκετά πήρα. Βόμβος των πόλεων , το βράδυ και στον ήλιο και πάντα .
Αρκετά γνώρισα . Τις στάσεις της ζωής .
Ω Βόμβοι και οράματα .
Ξεκίνημα μέσα σε καινούργιες αγάπες και θορύβους!
Εκλάμψεις, μετάφραση: Αλέξης Ασλάνογλου, εκδόσεις Ηριδανός


Πρωινό Μέθης
Ω Αγαθό μου! Ω το Ωραίο μου! Φανφάρα βάναυση όπου δε σκοντάφτω καθόλου! Στρεβλή μαγική! Ουρά για το ανήκουστο έργο και για το θαυμαστό σώμα, για πρώτη φορά. Αυτό άρχισε κάτω από τα γέλια των παιδιών, θα τελειώσει από αυτά. Το δηλητήριο τούτο θα μείνει σε όλες τις φλέβες μας, ακόμα και όταν, καθώς η φανφάρα στραφεί, θα παραδοθούμε στην παλιά δυσαρμονία. Ω τώρα, εμείς τόσο άξιοι για αυτά τα μαρτύρια. Ας μαζέψουμε με θέρμη αυτή την υπεράνθρωπη υπόσχεση καμωμένη στο πλασμένο σώμα μας και στην ψυχή μας, αυτή την υπόσχεση, αυτή την παραφροσύνη. Η κομψότητα, η γνώση, η βιαιότητα! Μας υποσχέθηκαν να θάψουν στη σκιά το δέντρο του καλού και του κακού, να εξοστρακίσουν τις τυραννικές εντιμότητες, για να οδηγήσουμε τον πολύ αγνό μας έρωτα. Αυτό αρχίνησε με μερικές αηδίες και αυτό τελείωσε, μην μπορώντας να μας αρπάξει αμέσως από αυτή την αιωνιότητα, αυτό τελείωσε με ένα σκόρπισμα αρωμάτων.

Γέλιο των παιδιών, διακριτικότητα των σκλάβων, αυστηρότητα των παρθένων, φρίκη των μορφών και των εδώ αντικειμένων, να είστε καθηγιασμένοι με την ανάμνηση αυτής της αγρυπνίας. Να που τελειώνει με αγγέλους φλόγας και πάγου.
Μικρό ξενύχτι μεθυσιού, άγιο! όταν αυτό δε θα ήταν παρά για τη μάσκα  που μας χάρισες. Σε βεβαιώνουμε, μέθοδε! Δεν ξεχνούμε ότι δόξασες χθες την καθεμιά από τις ηλικίες μας. Έχουμε πίστη στο δηλητήριο. Ξέρουμε να δίνουμε τη ζωή μας ολάκερη κάθε μέρα.
Νάτη η εποχή των Δολοφόνων.
Εκλάμψεις, μετάφραση: Αλέξης Ασλάνογλου, εκδόσεις Ηριδανός





Πόλεμος
Όταν ήμουνα παιδί, κάποιοι ουρανοί ξεκαθάρισαν την όρασή μου: όλοι οι χαρακτήρες χρωμάτισαν την προσωπικότητά μου. Διαταράχτηκαν τα Φαινόμενα. - Τώρα, η αιώνια ροή των στιγμών και η απεραντοσύνη των μαθηματικών με διώχνουν απ' αυτό τον κόσμο όπου υπομένω όλες τις επιτυχίες του πολίτη, σεβαστός για την παράξενη παιδική μου ηλικία και για τα απέραντα πάθη. - Σκέπτομαι ένα πόλεμο, για το δίκιο ή για τη βία, με πολύ αναπάντεχη λογική.
Είναι τόσο απλό, όσο μια μουσική φράση.
20 πεζά ποιήματα, εκδ. Χ. Μπούρας, μετάφραση: Εύα Μυλωνά - Αντώνης Κέπετζης.