Πέρα μακριά, στην κατάφυτη κοιλάδα του Κοννέτικατ, ένα μαγιάτικο απομεσήμερο του 1886, σε λευκό φέρετρο, έβγαζαν από την πίσω πόρτα του σπιτιού, όπως η ίδια είχε θελήσει, την Έμιλυ Ντίκινσον. Λίγη ώρα πριν, στη μεγάλη σάλα του κάτω πατώματος, δύο φίλοι ιερείς διάβασαν αγαπημένα της εδάφια από τη Βίβλο, προσευχήθηκαν γι’ αυτήν, και κάποιος που της στάθηκε σε δύσκολη στιγμή απάγγειλε το «Δεν έχω εγώ δειλή ψυχή» της Εμ. Μπροντέ. Μέσ’ απ’ τα χτήματα της οικογένειας και τα όλο φτέρες μονοπάτια έξι Ιρλανδοί εργάτες του σπιτιού μετέφεραν το σώμα της· κι από κοντά, οι λίγοι εκείνοι που δέθηκαν μαζί της, με προορισμό το κοιμητήρι της μικρής πόλης.
Κυριακή 2 Μαρτίου 2014
`Εμιλυ Ντίκινσον
Πέρα μακριά, στην κατάφυτη κοιλάδα του Κοννέτικατ, ένα μαγιάτικο απομεσήμερο του 1886, σε λευκό φέρετρο, έβγαζαν από την πίσω πόρτα του σπιτιού, όπως η ίδια είχε θελήσει, την Έμιλυ Ντίκινσον. Λίγη ώρα πριν, στη μεγάλη σάλα του κάτω πατώματος, δύο φίλοι ιερείς διάβασαν αγαπημένα της εδάφια από τη Βίβλο, προσευχήθηκαν γι’ αυτήν, και κάποιος που της στάθηκε σε δύσκολη στιγμή απάγγειλε το «Δεν έχω εγώ δειλή ψυχή» της Εμ. Μπροντέ. Μέσ’ απ’ τα χτήματα της οικογένειας και τα όλο φτέρες μονοπάτια έξι Ιρλανδοί εργάτες του σπιτιού μετέφεραν το σώμα της· κι από κοντά, οι λίγοι εκείνοι που δέθηκαν μαζί της, με προορισμό το κοιμητήρι της μικρής πόλης.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)