Τα ποιήματά της Ντίκινσον όσο κι αν είναι μερικές φορές σκοτεινά ή βαριά από άποψη θεματολογίας, έχουν μια παιγνιώδη διάθεση, ένα κέφι παιδικό. Η Έμιλυ Ντίκινσον κατάφερε να διασώσει το παιδί που ήταν, να μη το σκοτώσει με αντάλλαγμα την κοινωνική επιτυχία, στην οποία αντιστάθηκε με απαράμιλλο θάρρος. Άντεξε το σταυρό της γεροντοκόρης, της κοινωνικά απομονωμένης και το χειρότερο απ` όλα, της ποιήτριας που τα ποιήματά της θεωρούνται απαράδεκτα.
Σχηματίζει κανείς την εντύπωση ότι η εμπειρία του θανάτου στην οποία τόσο συχνά αναφέρεται είναι αυτή η αναχώρηση από τον κόσμο, η χριστιανική απάρνηση του εαυτού, το θάψιμο του ατομικιστικού-ναρκισσιστικού εγώ, χάριν της πνευματικής ανάπτυξης. Αγνόησε όλες τις υποδείξεις που της έγιναν για να γίνουν τα ποιήματά της αποδεκτά από περιοδικά και ανθολογίες της εποχής και συνέχισε να γράφει όπως την ικανοποιούσε εκείνην. Γιατί στα ελάχιστα ποιήματα που δημοσιεύτηκαν όσο ζούσε, της άλλαζαν τις ομοιοκαταληξίες, ολόκληρες λέξεις, της «συμμόρφωναν» δηλαδή το ποίημα που η πρωτοτυπία του προκαλούσε αμηχανία. Κλείστηκε κι αυτή στον εαυτό της και ακολούθησε το δικό της γούστο αναπτύσσοντας τις πρωτοποριακές της τεχνικές, σπάζοντας το ρυθμό όπως η ίδια αισθανόταν, ταιριάζοντας μη ολοκληρωμένες ομοιοκαταληξίες, τελειώνοντας τους στίχους με παύλες, αρχίζοντας με κεφαλαίο γράμμα όποια λέξη ήθελε να τονίσει. Το αποτέλεσμα είναι ότι πρώτη αυτή οδήγησε την αγγλική ποίηση στον ελεύθερο στίχο. Ακόμα έσπασε τους συντακτικούς και γραμματικούς κανόνες όπου έκρινε ότι αυτό ήταν απαραίτητο για την οικονομία του ποιήματος, άφησε τον εαυτό της τελείως ελεύθερο ποιητικά, αφού δεν είχε τίποτα να χάσει, δεν περίμενε την επιβεβαίωση κανενός, ώστε έφτασε τελείως μόνη της στην περιοχή της νεωτερικότητας που οι άλλοι θα έφταναν πολύ αργότερα.
Αφέθηκε μονάχα στην καθαρά πνευματική εμπειρία του ποιήματος, αυτό που η ίδια ονομάζει «έκσταση». Ανεπηρέαστη από τη γνώμη των πολλών και ελεύθερη από κάθε υστεροβουλία, μπόρεσε να δημιουργήσει μία τελείως προσωπική ποίηση, τόσο πρωτοποριακή, που αργά αργά κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα άρχισε να αναγνωρίζεται και είναι μόλις το 1994 που ο μέγας και πολύς Χάρολντ Μπλουμ τη χαρακτήρισε ως τη «μεγαλύτερη ποιήτρια της Δύσης»[3] Είναι χαρακτηριστικό νομίζω το παρακάτω ποίημα όπου βάζει την αφοσίωσή της στην ομορφιά σε ίση μοίρα με την έως θανάτου αφοσίωση των μαρτύρων στην αλήθεια:
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ο άξονας θνητότητα-αθανασία διαπερνάει ολόκληρη την ποίησή της. Η άμεση και διαρκής μνεία της θνητότητας στα ποιήματά της, αυτό που οι Πατέρες της Εκκλησίας ονομάζουν «μνήμη θανάτου», επιτυγχάνει να δώσει μια μεταφυσική-πνευματική διάσταση στα πιο καθημερινά και οικεία πράγματα. Το λεξιλόγιο της αποτελούν εικόνες της καθημερινής ζωής του χωριού, στο σπίτι, στην τριγύρω φύση και αναφορές στα διαβάσματά της. Έτσι μετατρέπει τις λέξεις αυτές σε μία συμβολική-μεταφορική γλώσσα, με την οποία δηλώνεται όχι πια η καθημερινή-κοινή εμπειρία, αλλά η έκσταση που αισθάνεται η ποιήτρια μπροστά στο φαινόμενο της ζωής.
Τα βιβλία τα οποία μελετούσε η Ντίκινσον ήταν βασικά η Βίβλος και ο Σαίξπηρ στα οποία ξαναγύριζε πάντοτε, αλλά μελέτησε συγχρόνως τους Άγγλους μεταφυσικούς του 17ου αιώνα (Χέρμπερτ, Βων, Σερ Τόμας Μπράουν) και όλη την αγγλόφωνη ρομαντική και βικτωριανή λογοτεχνία. Από τους Αμερικανούς: Έμερσον και Θορώ, Χώθρον, πολύ πιθανόν Πόε και Μέλβιλ. (Αρνήθηκε, όπως φαίνεται, την ποιήση του Ουίτμαν). Από τους Άγγλους: Κητς και Μπάυρον, Γουέρντγουέρθ και Τέννυσον, Ντίκενς. Ιδιαίτερα όμως τους Μπράουνιγκ (έγραψε τουλάχιστον δύο ποιήματα για την Ελίζαμπεθ), την Τζωρτζ Έλιοτ (δύο ποιήματα αφιερωμένα στη μνήμη της), την Έμιλυ και τη Σαρλότ Μπροντέ. Πολύ νέα διάβασε τη «Μίμηση του Χριστού» (Ιminatio Christi) του γερμανού μυστικού Thomas a Kempis, που της φανέρωσε ένα παράδειγμα ζωής ριζικό και απόλυτο: απαρνήσου τον κόσμο, απόδιωξε την ταραχή του, βρες καταφύγιο στα μύχια της καρδιάς. Γνώριζε σε βάθος το έργο του Ράσκιν και του Καρλάυλ. Στα βιβλία του σπιτιού περιλαμβάνονταν ακόμη θρησκευτική ιστορία, θεολογία, φιλοσοφικά μελετήματα, βιογραφίες (αγαπημένο της ανάγνωσμα). Στους τοίχους του δωματίου της είχε προσωπογραφίες της Έλιοτ και της Μπράουνιγκ.[6]
Κάθε πρωί ο πατέρας διάβαζε στην οικογένεια μία περικοπή της Βίβλου. Και ήταν αυτός που χάρισε στη δωδεκάχρονη Έμιλυ το δικό της αντίτυπο. Η Αγία Γραφή «θα είναι η πρώτη μυθολογία» (Warren 1963). Είναι το υλικό που τροφοδοτεί τα ποιήματά της με ιδέες, εικόνες, θέματα. Οικειοποιείται το ιερό κείμενο, το τροποποιεί, ανοίγει διάλογο μαζί του, κάποτε χαριτολογώντας. Συχνά υποδύεται βιβλικά πρόσωπα (Εύα, Ιουδήθ, Ρεβέκκα) ή ονομάζει τον εαυτό της «βασίλισσα του Γολγοθά». Από τη παλαιά Διαθήκη τα βιβλία που ξεχώριζε ήταν η Γένεση, η Έξοδος, οι Ψαλμοί, ο Ησαίας και από την Καινή τα Ευαγγέλια, ιδιαίτερα του Ματθαίου, η Α΄ προς Κορινθίους, η Αποκάλυψη, αν και τα παραθέματα καλύπτουν όλο το εύρος της Αγίας Γραφής.[7]
Η ποίηση της έχει χαρακτηριστεί «επιθανάτια» από το Διονύση Καψάλη, ο οποίος πολύ σωστά συσχετίζει το θάνατο με την αθανασία: «Η ποίηση της Έμιλυ Ντίκινσον, όλη σχεδόν επιθανάτια, πραγματεύεται, κατά τρόπο εξωφρενικά διαυγή κάποτε, την αθανασία για την οποία δικαιούνται ίσως να μιλούν ακόμα οι άνθρωποι - ή δεν δικαιούνται.[...] Η αθανασία της, σφυρηλατημένη πάνω στην πραγματικότητα του θανάτου, δεν είναι αίτημα ή θεολογικό αξίωμα. Είναι μια επώδυνη υπόθεση εργασίας για την κατανόηση του φυσικού κόσμου και όρος της συνάφειάς του με τον ανθρώπινο νου. Δύσκολα θα βρει κανείς στον δυτικό κόσμο ποίηση τόσο βαθιά αλληλέγγυα με τον πόνο της θνητότητας...» [9] Εκείνο που θα ήθελα να προσθέσω είναι ότι αυτή η εγγύτητα με την επίγνωση του θανάτου μπορεί να επιτευχθεί επειδή ο θάνατος προσεγγίζεται μέσα από την προοπτική της Ανάστασης:
Ο άξονας θνητότητα-αθανασία διαπερνάει ολόκληρη την ποίησή της. Η άμεση και διαρκής μνεία της θνητότητας στα ποιήματά της, αυτό που οι Πατέρες της Εκκλησίας ονομάζουν «μνήμη θανάτου», επιτυγχάνει να δώσει μια μεταφυσική-πνευματική διάσταση στα πιο καθημερινά και οικεία πράγματα. Το λεξιλόγιο της αποτελούν εικόνες της καθημερινής ζωής του χωριού, στο σπίτι, στην τριγύρω φύση και αναφορές στα διαβάσματά της. Έτσι μετατρέπει τις λέξεις αυτές σε μία συμβολική-μεταφορική γλώσσα, με την οποία δηλώνεται όχι πια η καθημερινή-κοινή εμπειρία, αλλά η έκσταση που αισθάνεται η ποιήτρια μπροστά στο φαινόμενο της ζωής.
Τα βιβλία τα οποία μελετούσε η Ντίκινσον ήταν βασικά η Βίβλος και ο Σαίξπηρ στα οποία ξαναγύριζε πάντοτε, αλλά μελέτησε συγχρόνως τους Άγγλους μεταφυσικούς του 17ου αιώνα (Χέρμπερτ, Βων, Σερ Τόμας Μπράουν) και όλη την αγγλόφωνη ρομαντική και βικτωριανή λογοτεχνία. Από τους Αμερικανούς: Έμερσον και Θορώ, Χώθρον, πολύ πιθανόν Πόε και Μέλβιλ. (Αρνήθηκε, όπως φαίνεται, την ποιήση του Ουίτμαν). Από τους Άγγλους: Κητς και Μπάυρον, Γουέρντγουέρθ και Τέννυσον, Ντίκενς. Ιδιαίτερα όμως τους Μπράουνιγκ (έγραψε τουλάχιστον δύο ποιήματα για την Ελίζαμπεθ), την Τζωρτζ Έλιοτ (δύο ποιήματα αφιερωμένα στη μνήμη της), την Έμιλυ και τη Σαρλότ Μπροντέ. Πολύ νέα διάβασε τη «Μίμηση του Χριστού» (Ιminatio Christi) του γερμανού μυστικού Thomas a Kempis, που της φανέρωσε ένα παράδειγμα ζωής ριζικό και απόλυτο: απαρνήσου τον κόσμο, απόδιωξε την ταραχή του, βρες καταφύγιο στα μύχια της καρδιάς. Γνώριζε σε βάθος το έργο του Ράσκιν και του Καρλάυλ. Στα βιβλία του σπιτιού περιλαμβάνονταν ακόμη θρησκευτική ιστορία, θεολογία, φιλοσοφικά μελετήματα, βιογραφίες (αγαπημένο της ανάγνωσμα). Στους τοίχους του δωματίου της είχε προσωπογραφίες της Έλιοτ και της Μπράουνιγκ.[6]
Κάθε πρωί ο πατέρας διάβαζε στην οικογένεια μία περικοπή της Βίβλου. Και ήταν αυτός που χάρισε στη δωδεκάχρονη Έμιλυ το δικό της αντίτυπο. Η Αγία Γραφή «θα είναι η πρώτη μυθολογία» (Warren 1963). Είναι το υλικό που τροφοδοτεί τα ποιήματά της με ιδέες, εικόνες, θέματα. Οικειοποιείται το ιερό κείμενο, το τροποποιεί, ανοίγει διάλογο μαζί του, κάποτε χαριτολογώντας. Συχνά υποδύεται βιβλικά πρόσωπα (Εύα, Ιουδήθ, Ρεβέκκα) ή ονομάζει τον εαυτό της «βασίλισσα του Γολγοθά». Από τη παλαιά Διαθήκη τα βιβλία που ξεχώριζε ήταν η Γένεση, η Έξοδος, οι Ψαλμοί, ο Ησαίας και από την Καινή τα Ευαγγέλια, ιδιαίτερα του Ματθαίου, η Α΄ προς Κορινθίους, η Αποκάλυψη, αν και τα παραθέματα καλύπτουν όλο το εύρος της Αγίας Γραφής.[7]
Η ποίηση της έχει χαρακτηριστεί «επιθανάτια» από το Διονύση Καψάλη, ο οποίος πολύ σωστά συσχετίζει το θάνατο με την αθανασία: «Η ποίηση της Έμιλυ Ντίκινσον, όλη σχεδόν επιθανάτια, πραγματεύεται, κατά τρόπο εξωφρενικά διαυγή κάποτε, την αθανασία για την οποία δικαιούνται ίσως να μιλούν ακόμα οι άνθρωποι - ή δεν δικαιούνται.[...] Η αθανασία της, σφυρηλατημένη πάνω στην πραγματικότητα του θανάτου, δεν είναι αίτημα ή θεολογικό αξίωμα. Είναι μια επώδυνη υπόθεση εργασίας για την κατανόηση του φυσικού κόσμου και όρος της συνάφειάς του με τον ανθρώπινο νου. Δύσκολα θα βρει κανείς στον δυτικό κόσμο ποίηση τόσο βαθιά αλληλέγγυα με τον πόνο της θνητότητας...» [9] Εκείνο που θα ήθελα να προσθέσω είναι ότι αυτή η εγγύτητα με την επίγνωση του θανάτου μπορεί να επιτευχθεί επειδή ο θάνατος προσεγγίζεται μέσα από την προοπτική της Ανάστασης:
http://www.guardian.co.uk/books/2011/apr/17/lives-like-loaded-guns-review( ενδιαφέρον άρθρο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου